29/4/13

Τζέιμς Ελρόι: "Ο κόσμος μου είναι εκείνος του εγκλήματος"

Η λογοτεχνία δεν είναι μια καθωσπρέπει υπόθεση. Δεν έχει καθαρά νύχια, δεν κοιμάται νωρίς. Ρουφάει φρέσκο αίμα, κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα. Ο James Εllroy έχει παρελθόν ως σεσημασμένος ματάκιας. Δεν βιάζεται να τελειώσει τα βιβλία του, καρφώνει τις λέξεις του μαστορικά. Αν είσαι αλκοολικός της πλοκής και εθισμένος να πηδάς σελίδες, ο Εllroy δεν είναι ο συγγραφέας σου. Δύσκολα τον διαβάζεις ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δεν λειτουργεί μυοχαλαρωτικά πριν απ' τον ύπνο.
Πολλοί φαντασιώνονται φρενήρεις το φαύλο παρελθόν του: πρέζα και αλκοόλ, φετιχισμός, ύπνος σε σκουπιδοντενεκέδες. Όλα άρχισαν όταν ήταν δέκα χρόνων: επιστρέφοντας από ένα ανέμελο Σαββατοκύριακο που πέρασε με τον πατέρα του, βρήκε τη μητέρα του δολοφονημένη. Αυτό τον σημάδεψε.

Σήμερα, ο James Εllroy δεν θυμίζει σε τίποτα τον περιθωριακό που κόντεψε να πεθάνει από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Κομψός και περιποιημένος πια, ένας παντρεμένος άνθρωπος των προαστίων, δηλώνει πως του αρέσει η ήρεμη ζωή. Διάσημος μετά τη μεγάλη επιτυχία της «Τετραλογίας του Λος Άντζελες» «Η μαύρη ντάλια», «Το μεγάλο πουθενά», «Λος Άντζελες εμπιστευτικό», «Λευκή τζαζ», τα οποία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Άγρα), δηλώνει απερίφραστα πως περιμένει να εξηνταρίσει, γιατί τα καλύτερα βιβλία του έπονται. Στους «Δρόμους του δολοφόνου» (Εκδ. Καστανιώτη) ο Μάρτιν Πλάνκετ, σκοτεινή ψυχή, είναι προϊόν της εποχής του. Αυτό που ξέρει να κάνει καλά είναι να σκοτώνει. Από τη στιγμή που ανακαλύπτει την κλίση του και για δέκα χρόνια περιφέρεται με το «θανατοκίνητό» του δολοφονώντας. Ξεκινά από τον φόνο της μητέρας του, συνεχίζει με αγνώστους που συναντά στον δρόμο του.

Η αφήγηση του Εllroy ακολουθεί τους φρενιτώδεις ρυθμούς της περιπλάνησης του δολοφόνου. Το κείμενό του μοιάζει με καλειδοσκόπιο: παρουσιάζει τα συμβάντα μέσα από τη διαταραγμένη ματιά του δράστη, τις αναφορές των αστυνομικών, τα δημοσιογραφικά κείμενα. Όμως, ο Εllroy δεν μένει στη στερεοσκοπική παρουσίαση των συμβάντων. Γυρνά τον αφηγηματικό φακό του προς τα μέσα: παρακολουθεί διακυμάνσεις και την ταραχή του ήρωα. Την παλίρροια των σκέψεων και των αισθημάτων, τα οράματα που σαλεύουν το μυαλό, τα ορμέμφυτα που κινούν τα χέρια του. Και, όπως όλα τα κείμενα του Εllroy, έχει κι αυτό τον εσωτερικό ρυθμό του. Τον ρυθμό ενός αυτοκινήτου που γκαζώνει...

ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ

Ο James Εllroy γεννήθηκε στο Λος Άντζελες το 1948. Η Μαύρη Ντάλια, το Μεγάλο Πουθενά, το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό και η Λευκή Τζαζ - είναι διεθνή μπεστ σέλερς. Το μυθιστόρημά του Αmerican Τabloid για την υπόθεση Κέννεντυ (πρόκειται να κυκλοφορήσει από την Άγρα), ήταν για το περιοδικό «Τime» το μυθιστόρημα της χρονιάς του 1995. Τα απομνημονεύματά του, Οι σκοτεινοί μου τόποι, ήταν πάλι για το περιοδικό «Τime» το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς και για τους «Νew Υork Τimes» το πιο αξιοσημείωτο βιβλίο της χρονιάς. «Μ' αρέσει να κάθομαι στο σκοτάδι» Ο Ράσελ Κρόου (αριστερά) και ο Γκάι Πιρς (δεξιά) στην ταινία του Κέρτις Χάνσον «Λος Άντζελες Εμπιστευτικό», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Ελρόι. Μαζί με τη «Μαύρη ντάλια», «Το μεγάλο πουθενά» και τη «Λευκή τζαζ», αποτελούν την περίφημη «Τετραλογία του Λος Άντζελες»

Ο James Εllroy αποκαλύπτει:

* Όταν γράφω δεν σκέφτομαι κάποιον φανταστικό αναγνώστη, σκέφτομαι μονάχα τον εαυτό μου. Κάποιοι εκδότες που σκέφτονται με βάση συνταγές, με έχουν προειδοποιήσει ότι με την πυκνότητα και την πολυπλοκότητα των βιβλίων μου χάνω αναγνώστες. Ε, ας τους χάνω.

* Μ' αρέσει να κάθομαι στο σκοτάδι, να σκέφτομαι και να κλωσσάω πράγματα στο μυαλό μου. Σκέφτομαι πολύ συχνά ζώα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω οράματα με τίγρεις και αγριόγατες. Θα 'θελα να βρεθώ σ' ένα μέρος που θα μπορούσα να έχω για κατοικίδιο μια τίγρη.

* Κατέστρεψα την παιδική μου ηλικία. Οι φόβοι μου είναι οι φόβοι ενός μεσήλικα που αγαπά τη ζωή του και ξέρει ότι δεν θα κρατήσει για πάντα. Αυτό με κάνει ευάλωτο, αλλά από αυτό πηγάζει και ένα είδος ανθρωπιάς.

* Ο κόσμος του εγκλήματος είναι ο κόσμος μου. Είναι ένας μυστικός κόσμος, που συνυπάρχει με τον γαλήνιο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.

* Πώς άλλαξα τη ζωή μου; Ανέκαθεν αναζητούσα πράγματα. Ήθελα γυναίκες, ήθελα να γράψω βιβλία. Ό,τι και να μου κόστιζε, ήθελα να το κάνω. Αυτό είναι όλο.

* Απέκτησα συνείδηση πολύ αργότερα απ' ό,τι άλλοι άνθρωποι. Έζησα αυτό που ονομάζω χαμένος-χρόνος-και-ξανακερδισμένο-ανθρώπινο-δυναμικό.

* Και βέβαια μ' αρέσει να γράφω. Γι' αυτόν τον λόγο είμαι εδώ. Τρελαίνομαι να διηγούμαι ιστορίες. Μ' αρέσει η δόξα, το χρήμα, η αποδοχή. Μα πιο πολύ απ' όλα μ' αρέσει αυτό που κάνω.

* Κατά τη γνώμη μου, ένας συγγραφέας φτάνει στην ακμή του εκεί γύρω στα εξήντα του χρόνια. Πάρτε για παράδειγμα τους διευθυντές ορχήστρας. Φαίνεται να φτάνουν στην πλήρη ακμή τους στην ηλικία των εξήντα χρόνων, ορισμένοι στα εβδομήντα τους χρόνια. Ελπίζω το ίδιο να συμβεί και μ' εμένα.

* Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, κυρίως οι νεώτεροι με τη νοοτροπία του rock'n'roll, κάτι τύποι που φοράνε μαύρα, κάνουν μεταπτυχιακά και είναι αντιδραστικοί, είναι πως με θεωρούν «κάπως». Κοίτα τα βιβλία μου, κοίτα την αυστηρή δομή τους. Για να γράψει κανείς βιβλία που είναι τόσο πυκνά, θα πρέπει να είναι γνώστης των πραγμάτων, ιδιαίτερα μορφωμένος και συστηματικός. Είναι τόσο σύνθετα, που δεν υπάρχει η δυνατότητα να γράφω ό,τι μου κατεβαίνει.

* Ναι, ζω έναν ευτυχισμένο γάμο. Έχω μια γυναίκα και της είμαι πιστός, την βάζω πάνω απ' όλα, πάνω κι από την καριέρα μου. Είμαι ένας ήσυχος άνθρωπος. Ζω στο Κάνσας. Δουλεύω. Πολύ σπάνια πάω στο σινεμά. Μισώ το rock'n'roll. Νομίζω. Ακούω κλασική μουσική. Μ' αρέσουν τα σπορτίβικα αμάξια. * Δεν περιγράφω, φυσικά, τη ζωή που θα ήθελα να ζήσω. Δεν είμαι τα βιβλία μου.

ΑΤΑΚΕΣ ΠΟΥ «ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ»

«Πες στον φίλο σου να πάψει να με λέει μπαμπά, γιατί θα τον φωνάζω κι εγώ αλητάμπουρα!

Η αυθάδεια είναι λεωφόρος διπλής κυκλοφορίας!».

«Είναι ο Μπάλτο. Η εφημερίδα είναι οι Τάιμς του Λος Άντζελες της 1ης Αυγούστου 1926. Τη μέρα που ο μπαμπάς έμαθε ότι έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο. Ο Μπάλτο ήταν το σκυλάκι μας τότε. Ο λογιστής του μπαμπά του τηλεφώνησε και του είπε, "Έμετ, είσαι εκατομμυριούχος!". Ο μπαμπάς καθάριζε εκείνη τη στιγμή τα πιστόλια του, όταν μπήκε ο Μπάλτο με την εφημερίδα στο στόμα. Ο μπαμπάς ήθελε να απαθανατίσει τη σκηνή, έτσι τον πυροβόλησε. Αν προσέξεις, θα δεις την τρύπα της σφαίρας στο στήθος του. Πάρε βαθιά ανάσα, καλέ μου. Πάμε στην οικογένεια» (Η μαύρη ντάλια) «...πρέπει να σβήνουμε τα φώτα τη νύχτα, αλλιώς οι κομμουνιστές μαθαίνουν τι σκεφτόμαστε. Χαμογέλασα, είπα: Πάρε δύο ασπιρίνες με αντίδοτο καροτόζουμου...» (Οι δρόμοι του δολοφόνου) «Λοιπόν... είμαι τριάντα τεσσάρων χρόνων, η μητέρα σου κι εγώ δεν τα πάμε καλά, αν της δώσω περισσότερο χρόνο θα έχω ξοδέψει τα καλύτερά μου χρόνια, κι αν το κάνω καλύτερα να κρεμαστώ» (Οι δρόμοι του δολοφόνου)