«Τη μέρα είμαι μισοπεθαμένος. Περιφέρομαι σαν ζόμπι. Πάντα ήμουν έτσι. Από μικρός δεν αγαπούσα τον ήλιο, το φως. Η μέρα μου προκαλούσε ίλιγγο. Έτσι προτίμησα να επανέρχομαι τη νύχτα. Ποτέ δεν γράφω μέρα. Είναι σαν να τρέχεις γυμνός στην αγορά. Όλοι μπορούν να σε δουν. Τη νύχτα όμως… τότε είναι που χρησιμοποιείς όλα σου τα κόλπα… σκέτη μαγεία.»
Πριν από λίγες μέρες, στις 9 του Μάρτη, συμπληρώθηκαν 18 χρόνια από τη στιγμή που άφηνε την τελευταία του πνοή νικημένος από λευχαιμία ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε ως ο “μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής” από τον Ζαν Πολ Σαρτρ.
Η ζωή του Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι
Γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας το 1920, μεγάλωσε όμως στο Λος Άντζελες όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του όταν ήταν ακόμη δυο ετών. O πατέρας του, ένας βίαιος και απόλυτος στρατιωτικός, προσπάθησε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας, δέρνοντάς τον επανειλημμένα με την παραμικρή αφορμή. Ο Μπουκόφσκι εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο με προβλήματα ακμής και χωρίς πολλούς φίλους.
Τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Όμως τα πρώτα του χειρόγραφα έγιναν τροφή για τη μηχανή κουρέματος του γκαζόν, όταν τα ανακάλυψε τυχαία η μητέρα του.
Όταν η Αμερική παίρνει μέρος ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πιέζει να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δε δέχεται και φεύγει από το σπίτι, ξεκινώντας μια ζωή περιφερόμενου αστέγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίνεται ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και καταλήγει στη Νέα Υόρκη όπου δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα, “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip”, στο περιοδικό Story Magazine.
Συνέχιζει να γράφει αλλά τα γραπτά του δεν τυχαίνουν ευρείας αποδοχής. Απογοητευμένος παρατάει το γράψιμο για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», στη διάρκεια των οποίων κοιμάται σε φτηνά μοτέλ και κάνει δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλει πέρα. Ταχυδρόμος, υπάλληλος νεκροτομείου, συντάκτης διαφημιστικών φυλλαδίων σε μπουρδέλο πολυτελείας, νυχτοφύλακας, βοηθός χασάπη, σκουπιδιάρης, λιμενεργάτης, εργάτης σε σιδηρόδρομους είναι μόνο μερικά από τα επαγγέλματα που απαρτίζουν το βιογραφικό του. Το 1955 μπαίνει αιμορραγώντας εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων με έλκος στο στομάχι, που παραλίγο να τον σκοτώσει
Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ο Μπουκόφσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Δημοσίευε συχνά ποιήματα σε διάφορα περιοδικά αλλά η φήμη του ως συγγραφέας απογειώθηκε το 1967, με τη στήλη “Σημειώσεις ενός πορνόγερου” στην εφημερίδα Open City, η οποία αργότερα έγινε βιβλίο. Ο Μπουκόφσκι απέκτησε μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη απέκτησε ακόμη στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό φανατικών οπαδών του. Ο ίδιος ο Μπουκόφσκι φερόταν προκλητικά, και βοήθησε να γίνει το όνομά του διαβόητο, προκαλώντας συνεχώς αρνητικές κριτικές εναντίον του.
Το 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το “Ταχυδρομείο”.
Η συνέχεια γνωστή: O “Μπουκ” γράφει χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πάνω από 50 βιβλία του. Ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζουν και εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό.
Ο Μπουκόφσκι του περιθωρίου, ο «πορνόγερος» που διχάζει
Ο Μπουκόφσκι πάντα δίχαζε. Οι απλοί άνθρωποι τον λάτρεψαν, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί δεν τον αναγνώρισαν και πολλές φορές τον χλεύασαν. Η Ευρώπη τον αγκάλιασε, η Αμερική του γύρισε την πλάτη.
Ο ίδιος έζησε στο περιθώριο. Οι εμπειρίες του και οι άνθρωποι που συνάντησε αποτυπώνονται στα γραπτά του. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Οι ήρωες του έπιναν, έβριζαν, “γαμούσαν”, αυτοκαταστρέφονταν. Ο Μπουκόφσκι έγραψε για απλούς φτωχούς συνηθισμένους ανθρώπους με πάθη και μειονεκτήματα. Διείσδυσε στην ψυχή τους και ανέδειξε την προσωπικότητα και την ανθρωπιά τους.
Ποτέ δεν εκτίμησε το Σαίξπηρ «Δεν διαβάζεται και είναι υπερεκτιμημένος, αλλά οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν κάτι τέτοιο», και πόσο μάλλον τους διανοούμενους «Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που λέει ένα απλό πράγμα με δύσκολο τρόπο, καλλιτέχνης είναι ο άνθρωπος που λέει ένα δύσκολο πράγμα με απλό τρόπο».
Αυτές οι απόψεις του ήταν ένα «μεγάλο βρώμικο σπυρί στον πισινό», όπως θα έλεγε ο ίδιος, για τους ακαδημαϊκούς κριτικούς.
Δε σταμάτησε ποτέ να κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο: «Το πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι κανείς δεν έχει βομβαρδίσει τις πόλεις τους και κανείς δεν έχει πει στις μανάδες τους να σκάσουν», ούτε να περιπαίζει το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτός ο λόγος έφτανε για να του γυρίσει την πλάτη η Αμερική η οποία πάντα αφήνει στο περιθώριο όποιον γκρεμίζει την εικόνα της.
Αυτό όμως ποτέ δε τον ένοιαξε, ο Μπουκόφσκι αγαπούσε το περιθώριο και έζησε μια ζωή στο όριο ή ακόμα και πέρα από αυτό.
Ο Μπουκόφσκι είναι η νύχτα και όχι η μέρα, είναι η θλίψη και όχι η χαρά, είναι η προστυχιά και όχι οι καθώς πρέπει τρόποι, το γαμήσι και όχι ο έρωτας. Αλλά μέσα από καθετί άσχημο και βρώμικο γεννιέται κάτι όμορφο καθαρό και πραγματικά ανόθευτο.
Ο Μπουκόφσκι είναι η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά, είναι βρώμικη και σκληρή, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Γιατί η αλήθεια έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της, όπως άλλωστε και η αγάπη.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994 από Λευχαιμία στην Αμερική, μια χώρα που ποτέ δεν αγάπησε, γιατί και αυτή ποτέ δεν τον αγάπησε. Έγινε διάσημος στην Ευρώπη, ειδικά στην Γερμανία από όπου καταγόταν, για την τρυφερή αλήτικη γραφή του και την συμπόνια του για όλους τους απόκληρους της γης,
έπνιξε πολλές φορές τα φαντάσματά του σε λίμνες από αλκοόλ, θύμωσε και έγινε βίαιος επειδή ο πατέρας του δεν τον απόδεχθηκε ποτέ και πέρασε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο βασικός της απόκληρος, ο παρίας, αυτός που πολλοί θαύμαζαν, μα κανένας δεν ήθελε για φίλο.
Σκληρός κριτικός του χιλιονεκραναστημένου “αμερικάνικου ονείρου”, συμπαθής σε όλους τους περιθωριακούς, βαθιά πληγωμένος από την πατρική απόρριψη, τεχνήτης των ωμών λέξεων που συνθέτουν ποίηση, αρνήθηκε να πολεμήσει για την πατρίδα, όντας ο ίδιος χωρίς πατρίδα, γιατί αν δεν σε αγαπούν, δεν ανήκεις πουθενά, έζησε περιπλανώμενος και άστεγος για μεγάλα διαστήματα της περιπετειώδους ζωής του, δούλεψε στο δημόσιο ταχυδρομείο της Αμερικής, παντεύτηκε δύο φορές και το 1969, ο Τζον Μάρτιν, του έδωσε τα απαραίτητα προς το ζειν, για να μην ξανάπει ποτέ στο ταχυδρομείο, απλά να γράφει, να μιλά με την γραφή του και έτσι παράτησε την βαρετή καρέκλα και από τότε έγραψε άλλα 61 έργα.
Ο Ζαν Ζενέ και ο Σαρτρ, τον χαρακτήριζαν ως τον σημαντικότερο αμερικανό ποιητή, πατέρα του βρώμικου ρεαλισμού στην ποίηση, αλλά οι ακαδημαϊκοί κύκλοι ποτέ δεν τόλμησαν να παραδεχτούν την δυναμική του έργου του. Γιαυτούς, ο Μπουκόφσκι θα είναι πάντα ένα ενοχλητικό περιθώριο, ένας παραληματικός μέθυσος. Στον τάφο του υπάρχει η ρήση “Μην προσπαθείς”. Πολλοί θα το δουν σαν παραίτηση. Πίσω από τα λόγια του υπάρχει όμως η προτροπή της ενέργειας, της πράξης. Δεν ήταν ο κλασικός νωθρός διανοούμενος. Ο Μπουκόφσκι γράφει ρεαλιστική ποίηση, έξω από τις νόρμες του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, δίνει σάρκα και οστά στα παραμύθια του γιατί μιλάει για αληθινούς περιθωριακούς, που υπάρχουν όσο και αν ο συντηριτισμός προσπαθεί πάντα να απωθεί. “Πράξε”, είναι αυτό που θέλει να μας πει ο ποιητής.
Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 92 χρονών.
«και γαμώ τα ζευγάρια
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τουςΗ ζωή του Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι
Γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας το 1920, μεγάλωσε όμως στο Λος Άντζελες όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του όταν ήταν ακόμη δυο ετών. O πατέρας του, ένας βίαιος και απόλυτος στρατιωτικός, προσπάθησε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας, δέρνοντάς τον επανειλημμένα με την παραμικρή αφορμή. Ο Μπουκόφσκι εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο με προβλήματα ακμής και χωρίς πολλούς φίλους.
Τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Όμως τα πρώτα του χειρόγραφα έγιναν τροφή για τη μηχανή κουρέματος του γκαζόν, όταν τα ανακάλυψε τυχαία η μητέρα του.
Όταν η Αμερική παίρνει μέρος ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πιέζει να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δε δέχεται και φεύγει από το σπίτι, ξεκινώντας μια ζωή περιφερόμενου αστέγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίνεται ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και καταλήγει στη Νέα Υόρκη όπου δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα, “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip”, στο περιοδικό Story Magazine.
Συνέχιζει να γράφει αλλά τα γραπτά του δεν τυχαίνουν ευρείας αποδοχής. Απογοητευμένος παρατάει το γράψιμο για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», στη διάρκεια των οποίων κοιμάται σε φτηνά μοτέλ και κάνει δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλει πέρα. Ταχυδρόμος, υπάλληλος νεκροτομείου, συντάκτης διαφημιστικών φυλλαδίων σε μπουρδέλο πολυτελείας, νυχτοφύλακας, βοηθός χασάπη, σκουπιδιάρης, λιμενεργάτης, εργάτης σε σιδηρόδρομους είναι μόνο μερικά από τα επαγγέλματα που απαρτίζουν το βιογραφικό του. Το 1955 μπαίνει αιμορραγώντας εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων με έλκος στο στομάχι, που παραλίγο να τον σκοτώσει
Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, ο Μπουκόφσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Δημοσίευε συχνά ποιήματα σε διάφορα περιοδικά αλλά η φήμη του ως συγγραφέας απογειώθηκε το 1967, με τη στήλη “Σημειώσεις ενός πορνόγερου” στην εφημερίδα Open City, η οποία αργότερα έγινε βιβλίο. Ο Μπουκόφσκι απέκτησε μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη απέκτησε ακόμη στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό φανατικών οπαδών του. Ο ίδιος ο Μπουκόφσκι φερόταν προκλητικά, και βοήθησε να γίνει το όνομά του διαβόητο, προκαλώντας συνεχώς αρνητικές κριτικές εναντίον του.
Το 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το “Ταχυδρομείο”.
Η συνέχεια γνωστή: O “Μπουκ” γράφει χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πάνω από 50 βιβλία του. Ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζουν και εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό.
Ο Μπουκόφσκι του περιθωρίου, ο «πορνόγερος» που διχάζει
Ο Μπουκόφσκι πάντα δίχαζε. Οι απλοί άνθρωποι τον λάτρεψαν, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί δεν τον αναγνώρισαν και πολλές φορές τον χλεύασαν. Η Ευρώπη τον αγκάλιασε, η Αμερική του γύρισε την πλάτη.
Ο ίδιος έζησε στο περιθώριο. Οι εμπειρίες του και οι άνθρωποι που συνάντησε αποτυπώνονται στα γραπτά του. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Οι ήρωες του έπιναν, έβριζαν, “γαμούσαν”, αυτοκαταστρέφονταν. Ο Μπουκόφσκι έγραψε για απλούς φτωχούς συνηθισμένους ανθρώπους με πάθη και μειονεκτήματα. Διείσδυσε στην ψυχή τους και ανέδειξε την προσωπικότητα και την ανθρωπιά τους.
Ποτέ δεν εκτίμησε το Σαίξπηρ «Δεν διαβάζεται και είναι υπερεκτιμημένος, αλλά οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν κάτι τέτοιο», και πόσο μάλλον τους διανοούμενους «Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που λέει ένα απλό πράγμα με δύσκολο τρόπο, καλλιτέχνης είναι ο άνθρωπος που λέει ένα δύσκολο πράγμα με απλό τρόπο».
Αυτές οι απόψεις του ήταν ένα «μεγάλο βρώμικο σπυρί στον πισινό», όπως θα έλεγε ο ίδιος, για τους ακαδημαϊκούς κριτικούς.
Δε σταμάτησε ποτέ να κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο: «Το πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι κανείς δεν έχει βομβαρδίσει τις πόλεις τους και κανείς δεν έχει πει στις μανάδες τους να σκάσουν», ούτε να περιπαίζει το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτός ο λόγος έφτανε για να του γυρίσει την πλάτη η Αμερική η οποία πάντα αφήνει στο περιθώριο όποιον γκρεμίζει την εικόνα της.
Αυτό όμως ποτέ δε τον ένοιαξε, ο Μπουκόφσκι αγαπούσε το περιθώριο και έζησε μια ζωή στο όριο ή ακόμα και πέρα από αυτό.
Ο Μπουκόφσκι είναι η νύχτα και όχι η μέρα, είναι η θλίψη και όχι η χαρά, είναι η προστυχιά και όχι οι καθώς πρέπει τρόποι, το γαμήσι και όχι ο έρωτας. Αλλά μέσα από καθετί άσχημο και βρώμικο γεννιέται κάτι όμορφο καθαρό και πραγματικά ανόθευτο.
Ο Μπουκόφσκι είναι η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά, είναι βρώμικη και σκληρή, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Γιατί η αλήθεια έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της, όπως άλλωστε και η αγάπη.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994 από Λευχαιμία στην Αμερική, μια χώρα που ποτέ δεν αγάπησε, γιατί και αυτή ποτέ δεν τον αγάπησε. Έγινε διάσημος στην Ευρώπη, ειδικά στην Γερμανία από όπου καταγόταν, για την τρυφερή αλήτικη γραφή του και την συμπόνια του για όλους τους απόκληρους της γης,
έπνιξε πολλές φορές τα φαντάσματά του σε λίμνες από αλκοόλ, θύμωσε και έγινε βίαιος επειδή ο πατέρας του δεν τον απόδεχθηκε ποτέ και πέρασε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο βασικός της απόκληρος, ο παρίας, αυτός που πολλοί θαύμαζαν, μα κανένας δεν ήθελε για φίλο.
Σκληρός κριτικός του χιλιονεκραναστημένου “αμερικάνικου ονείρου”, συμπαθής σε όλους τους περιθωριακούς, βαθιά πληγωμένος από την πατρική απόρριψη, τεχνήτης των ωμών λέξεων που συνθέτουν ποίηση, αρνήθηκε να πολεμήσει για την πατρίδα, όντας ο ίδιος χωρίς πατρίδα, γιατί αν δεν σε αγαπούν, δεν ανήκεις πουθενά, έζησε περιπλανώμενος και άστεγος για μεγάλα διαστήματα της περιπετειώδους ζωής του, δούλεψε στο δημόσιο ταχυδρομείο της Αμερικής, παντεύτηκε δύο φορές και το 1969, ο Τζον Μάρτιν, του έδωσε τα απαραίτητα προς το ζειν, για να μην ξανάπει ποτέ στο ταχυδρομείο, απλά να γράφει, να μιλά με την γραφή του και έτσι παράτησε την βαρετή καρέκλα και από τότε έγραψε άλλα 61 έργα.
Ο Ζαν Ζενέ και ο Σαρτρ, τον χαρακτήριζαν ως τον σημαντικότερο αμερικανό ποιητή, πατέρα του βρώμικου ρεαλισμού στην ποίηση, αλλά οι ακαδημαϊκοί κύκλοι ποτέ δεν τόλμησαν να παραδεχτούν την δυναμική του έργου του. Γιαυτούς, ο Μπουκόφσκι θα είναι πάντα ένα ενοχλητικό περιθώριο, ένας παραληματικός μέθυσος. Στον τάφο του υπάρχει η ρήση “Μην προσπαθείς”. Πολλοί θα το δουν σαν παραίτηση. Πίσω από τα λόγια του υπάρχει όμως η προτροπή της ενέργειας, της πράξης. Δεν ήταν ο κλασικός νωθρός διανοούμενος. Ο Μπουκόφσκι γράφει ρεαλιστική ποίηση, έξω από τις νόρμες του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, δίνει σάρκα και οστά στα παραμύθια του γιατί μιλάει για αληθινούς περιθωριακούς, που υπάρχουν όσο και αν ο συντηριτισμός προσπαθεί πάντα να απωθεί. “Πράξε”, είναι αυτό που θέλει να μας πει ο ποιητής.
Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 92 χρονών.
«και γαμώ τα ζευγάρια
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ' αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς
πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα
τα παλιά τραγούδια
και ποτέ
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε
να σπάνε τα γυαλικά
τρέλα
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα
σπρωγμένα μπροστά στην
πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα
θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε
ποια
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε
σκατά! κι εγώ θα έλεγα
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.»
από το βιβλίο
"Last Night of the Earth Poems" (1992)
Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο
Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω
κανένα να σε δει.
Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.
Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;
Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει έξω,
αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές
αλλά μόνο τη νύχτα
όταν όλοι κοιμούνται.
Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί
γι' αυτό μην είσαι
λυπημένο.
Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,
αλλ' εκείνο τραγουδάει λιγάκι
εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει
και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά
με τη
μυστική συμφωνία μας
και είναι αρκετά συμπαθητικό
να κάνετε έναν άνθρωπο
να κλάψει, όμως εγώ
δεν κλαίω, εσείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου