«Συχνά βλέποντας ένα ζευγάρι γάμπες μου ’ρχεται η επιθυμία
να τις πάρω και να φύγω. Μόνο αυτές όμως κι έστω μόνο τη μία», γράφει ο Αντώνης
Σουρούνης.
Γάμπες, γάμπες, γάμπες! Παιδί φανταζόμουν ένα στενό
πεζοδρόμιο στο οποίο πηγαινοέρχονται γυναικείες γάμπες με διαφορετικά
παπούτσια, διαφορετικές κάλτσες και με τη φούστα πάντα πάνω απ’ το γόνατο.
Γάμπες πάνω σε γόβες με τακούνι μολύβι, σε πάνινα παπούτσια, σε σοσόνια, σε
σανδάλια, μισοκρυμμένες μέσα σε μπότες δερμάτινες και λαστιχένιες.
Πεζοδρόμιο
φτιαγμένο από σχάρα, εννοείται, κι από κάτω του να ζω εγώ ξαπλωμένος ανάσκελα
και να μπανίζω. Να ένα ρήμα αφιερωμένο στη γυναίκα. «Μπανίζω», γιατί το «μπ»
της ταιριάζει. Γάμπες, μπούτια, μπράτσα, μπούστο. Τόσο γεμάτη απ’ αυτό το
γεμάτο «μπ» κι εγώ τόσο κοντά στο «μπε» και στο βέλασμα…
«Οι γάμπες μιλάνε
συνεχώς κι ενδέχεται όσο πιο σιωπηλή είναι μια γυναίκα, τόσο πιο πολύ εκείνες
να μιλάνε για λογαριασμό της». (Στη φωτογραφία η Συλβάνα Μανγκάνο στην ταινία
του Τζουζέπε Ντε Σάντις «Πικρό ρύζι»)
Μια γυναίκα που βάφει τα χείλη της και γεύεται το ένα με τ’
άλλο φιλώντας τα, εκπέμπει σίγουρα γοητεία, όμως μια γυναίκα που φοράει στο
τεντωμένο της πόδι τη μεταξωτή κάλτσα σαν να έχει να κάνει με προφυλακτικό
εκπέμπει μια γοητεία θανατερή. Έτσι όπως την κρατάει κυκλικά μαζεμένη και την
περνάει με προσοχή πάνω από τα δάχτυλα και μετά από το μπάσιμο και το κλείσιμο
της φτέρνας. Η αρχή έχει ήδη γίνει, από εδώ και πέρα μπορεί να παίζει με τον
εαυτό της και να τον χαίρεται. Τη σέρνει προς τα πάνω σαν να σέρνει κιόλας τα
κουφάρια των αντρών που θα πέσουνε χτυπημένοι απ’ αυτό το πόδι. Το χαίρεται
καθώς το κρατάει τεντωμένο ψηλά λες και πρόκειται για κάννη αληθινού κανονιού
και τη στιγμή αυτή εκείνη το οπλίζει. Αφήνει τις άκρες και των δέκα δαχτύλων
της να κυλήσουν από τον αστράγαλο ως το μπούτι επιθεωρώντας το, βέβαιη ωστόσο
για την αντοχή του στα βλέμματα που σε λίγο θα καρφωθούν επάνω του. Η
τελετουργία όμως δεν έχει τελειώσει, γιατί υπάρχει και δεύτερο πόδι. Κι έπειτα
έρχονται τα παπούτσια. Το βάθρο που πάνω τους θα στηριχτούν οι γάμπες αυτές,
για να σε κάνουν να σταθείς έκθαμβος μπροστά τους και να κάνεις το σταυρό σου.
Ακόμη αγνοείς την ύπαρξή τους, όμως αυτές ετοιμάζονται για σένα. Μπορεί να σε
σκοτώσουν ή απλώς να σε τραυματίσουν. Πάντως μια στάση δευτερολέπτων κι ένα
στρίψιμο του λαιμού παραπάνω στη ζωή σου θα τα κάνεις για χάρη τους.
«Μια γυναίκα που φοράει στο τεντωμένο της πόδι τη μεταξωτή κάλτσα σα να έχει να κάνει με προφυλακτικό εκπέμπει μια γοητεία θανατερή».
(Εδώ, το πόδι της Αν Μπάνκροφτ, που στοίχειωσε όλους μας στα
πρώτα μας σκιρτήματα, στην ταινία –και στην αφίσα– του Μάικ Νίκολς «Ο
πρωτάρης»)
Συνήθως οι γάμπες
είναι το δεύτερο που βλέπει κάποιος σε μια γυναίκα ύστερα από το πρόσωπό της.
Γιατί και τα δυο μιλάνε και περιμένει να ακούσει τι θα του πούνε. Ενώ όμως το
πρόσωπο συχνά εξαπατά, οι γάμπες είναι ανίκανες για κάτι τέτοιο, επειδή είναι
φτιαγμένες από τα πιο αληθινά υλικά, σάρκα και κόκαλα. Μπορούν να σου πούνε
αμέσως αν η κατοχός τους τις έχει σε υπόληψη κι επομένως αν έχει σε υπόληψη και
τον εαυτό της. Φτάνει να τις κοιτάξεις και σου μαρτυράνε αν η γυναίκα είναι
νωχελική, νευρωτική, εργασιομανής, καλή, εριστική, αν μικρή την μπούκωναν στο
φαΐ κι αν σε κάποια περίοδο της ζωής της έκανε γυμναστική ή χορό. Με όσα
στολίδια και να τις φορτώνει μια γυναίκα κι όσο και να προσπαθεί να τις
παρασύρει σε κάποια υποκρισία, οι γάμπες εξακολουθούν να παραμένουν ειλικρινείς
σαν στολισμένα δίδυμα που τα ’βγαλε η μαμά τους βόλτα στο πάρκο. Μιλάνε συνεχώς
κι ενδέχεται όσο πιο σιωπηλή είναι μια γυναίκα, τόσο πιο πολύ εκείνες να μιλάνε
για λογαριασμό της.
«Έτσι και μια γυναίκα καβαλήσει με το ’να πόδι το άλλο, οι
γάμπες θα σου πουν το ποιόν της στο πι και φι», γράφει ο Αντώνης Σουρούνης
(φωτογραφία: Κανάρης Τσίγκανος). Δεξιά η Σοφία Λόρεν, στα νιάτα της, σταυρώνει
τα πόδια, κάνοντάς σε «να σταθείς έκθαμβος μπροστά τους και να κάνεις το σταυρό
σου».
Αυτά που έχουν να σου
πουν θα σου τα πουν ψιθυρίζοντάς τα ή κραυγάζοντάς τα, ανάλογα με τι πανιά,
χρώματα, αρώματα και δέρματα τις έχει στολίσει η γυναίκα. Κι έτσι και καβαλήσει
με το ’να πόδι το άλλο, θα σου πουν το ποιόν της στο πι και φι. Ιδίως αν
αποξεχαστεί κι επιμένει να κρατάει τη μια της γάμπα στο ρόλο της πρώτης
μπαλαρίνας και την άλλη του βαστάζου. Και να θέλανε ν’ αποσιωπήσουν κάτι, είναι
αδύνατο, επειδή τα πόδια έχουν το δικό τους πρόσωπο, τον κώλο, που τα βγάζει
όλα στη φόρα. Υπάρχουν κώλοι που μποτσάρουν, που σκαμπανεβάζουν σαν σχεδίες στα
πέλαγα, κώλοι φορτωμένοι σαβούρα για να μη βουλιάξουν, κώλοι ματσακονισμένοι και κώλοι που αρμενίζουν. Ο
κώλος δείχνει πώς έζησαν μέχρι τώρα τα πόδια και το δείχνει επειδή ο ίδιος δεν
ευθύνεται για την κατάστασή του, απλά είναι το αποτέλεσμα μιας ξένης ζωής.
«Η κάθε γάμπα έχει το δικό της κεφάλι, το γόνατο. Υπάρχουν
γόνατα που μοιάζουν με κωλαράκι μωρού και γόνατα που μοιάζουν με σιδερένια
γροθιά. Γόνατα που τραγουδάνε και γόνατα που έχουν μουγγαθεί…» (Στη φωτογραφία
–αυτά μάλλον, ενωμένα, θα εννοούσε «κωλαράκι μωρού» ο συγγραφέας– η Στεφανία
Σαντρέλι)
Όπως κάθε αυτεξούσιο πλάσμα, έτσι και η κάθε γάμπα έχει το
δικό της κεφάλι, το γόνατο. Υπάρχουν γόνατα που μοιάζουν με κωλαράκι μωρού και
γόνατα που μοιάζουν με σιδερένια γροθιά. Γόνατα που τραγουδάνε και γόνατα που
έχουν μουγγαθεί. Γόνατα που τα καβαλάς και σε πάνε και γόνατα που σφηνώνονται
στα πλευρά σου και σου ανοίγουν τρύπες. Συχνά βλέποντας ένα ζευγάρι γάμπες μου
’ρχεται η επιθυμία να τις πάρω και να φύγω. Μόνο αυτές όμως κι έστω μόνο τη
μία.
Πιστεύω ότι όπως δεν
υπάρχουν πολλές γάμπες που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το φορτίο που σηκώνουν,
έτσι κυκλοφορούν και μερικές που θα μπορούσαν να ζήσουν από μόνες τους. Το είδα
με τα μάτια μου αυτό, πριν λίγο καιρό, όταν μια φίλη μου διαφημίστρια θα
παρουσίαζε σε ειδήμονες μερικά ουίσκι, άγνωστα μέχρι τότε στην Ελλάδα.
Γνωρίζοντας τις αδυναμίες μου κάλεσε κι εμένα. Η παρουσίαση γινόταν σε μια
ημιυπόγεια αίθουσα κι έφτασα καθυστερημένος. Ενώ κατέβαινα βιαστικά κι αθόρυβα
τη σκάλα, άκουγα την καθαρή φωνή της φίλης μου να εξηγεί πώς, πού και γιατί
δημιουργήθηκε αυτό το ουίσκι. Ξαφνικά κοκάλωσα. Από το σκαλί που βρισκόμουν
είδα τις γάμπες της μέχρι την κόκκινη φούστα πάνω από το γόνατο καθώς στεκόταν
όρθια πίσω από το έδρανο. Ήταν μέσα σε μαύρες δικτυωτές κάλτσες και η δικτυωτή
κάλτσα πάντα μου θύμιζε ψαράδικο δίχτυ που είχε συλλάβει ένα πανέμορφο και
δηλητηριώδες είδος ψαριού και το εξέθεταν σε κοινή θέα προτού το
καταβροχθίσουν. Κατέβηκα άλλο ένα σκαλί και τώρα την είδα μέχρι τη μέση. Όλο
αυτό που αντίκριζα στηριζόταν πάνω σε δυο μαύρες γυαλιστερές γόβες κι έλεγες
ότι τα ψηλά τους τακούνια ήταν καρφωμένα στο πάτωμα. Πρώτη φορά έβλεπα τις
γάμπες της φίλης μου χωρίς αυτή την ίδια κι όταν σιγουρεύτηκα πως θα μπορούσαν
να ζήσουν κι από μόνες τους, μπήκα στην αίθουσα για κείνα τα ουίσκι.
«Για μένα η βασίλισσα γάμπα εξακολουθεί να είναι η ελεύθερη
γάμπα, η ξυπόλυτη», γράφει ο Αντώνης Σουρούνης. (Στη φωτογραφία η Μπριζίτ
Μπαρντό στην ταινία του Ροζέ Βαντίμ «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα»)
Για μένα όμως η βασίλισσα γάμπα εξακολουθεί να είναι η
ελεύθερη γάμπα, η ξυπόλυτη. Άσχετα αν αυτή ανήκει στη νοικοκυρά που ποτίζει με
το λάστιχο την αυλή της ή στην ωραία εκείνη ξένη που περπατούσε στις λείες,
καυτές πέτρες της Ύδρας. Ήταν γύρω στα σαράντα και είχε ένα κρυφό χαμόγελο, σαν
να απολάμβανε κάτι το οποίο η μεγάλη παπουτσωμένη παρέα της αγνοούσε. Οι αστράγαλοί
της, παρόλο που ήταν χοντροκόκαλοι και δυνατοί, είχαν τη χάρη ενός μικρού
κοριτσιού, που ακόμα δεν τους έχει ανακαλύψει. Το άσπρο της φόρεμα, το πρόσωπό
της, τα μαλλιά της, όλα ταίριαζαν μ’ αυτούς τους αστράγαλους. Όταν με
προσπέρασε, έκανα ένα ολόκληρο ημικύκλιο, για να συνεχίσω να τη βλέπω. Πατούσε
με όλο της το πέλμα και σου έδινε την εντύπωση ότι χαιρόταν τόσο πολύ το
βάδισμά της, που με το κάθε βήμα φύτευε στη γη τα πόδια της. Και τότε σκέφτηκα
πόσο πολύ θα χαιρόταν η ίδια η γη αυτές τις πατούσες, καθώς μάλαζαν την
κουρασμένη της πλάτη, τη χιλιοτρυπημένη από πρόκες, πέταλα και τακούνια.
//Από το βιβλίο –με 20 αφηγήματα– του Αντώνη Σουρούνη «Μισόν αιώνα άνθρωπος», εκδ. Καστανιώτη, 1996, επανέκδοση 2007. Ο τίτλος στο βιβλίο τού αφηγήματος που δημοσιεύει η στήλη είναι «Γάμπες οι φιλαλήθεις».
Γιάννης Τζανετάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου