25/4/13

Σεξουαλικές Διαστροφές: Το πρόβλημα της κανονικότητας και οι ηθικές ανοχές!

Το δοκίμιο αυτό γράφτηκε τον Νοέμβριο του 2008 από τον Άλκη Γούναρη και παρουσιάστηκε στο φιλοσοφικό καφενείο Dasein


Στο δοκίμιο αυτό επιχειρώ να συνθέσω μια εικόνα για το πρόβλημα των μη «κανονικών» σεξουαλικών προτιμήσεων, επιθυμιών ή πράξεων, που ονομάζουμε «διαστροφές» το πώς αυτές συνδέονται με τις ηθικές κρίσεις, το καλό και το κακό, το θεμιτό ή αθέμιτο, κλπ. Πρώτα εξετάζω πως φτάσαμε σήμερα να θεωρούμε κάποιες πράξεις φυσικές και κάποιες αφύσικες και εστιάζω στην κατασκευασιοκρατική αντίληψη για την «εμφύτευση των διαστροφών»....
 Στη συνέχεια προσεγγίζω το πρόβλημα της κανονικότητας παρουσιάζοντας συνοπτικά τις κυριότερες θεωρίες για το τι θεωρείται φυσικό ή αφύσικο, υγιές ή παρεκκλίνον στην σεξουαλική συμπεριφορά και πώς οι διαστροφές συνδέονται με το πρόβλημα της ηθικής αποτίμησης μιας πράξης και μιας επιθυμίας στο πλαίσιο του αξιολογικού ρεαλισμού. Τέλος, απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν ή όχι διαστροφές, υποστηρίζω μια θέση που αποσυνδέει τις σεξουαλικές προτιμήσεις από τις ηθικές ανοχές, απενοχοποιώντας, υπό προϋποθέσεις, τις ασυνήθιστες ηδονές!



Α. Η γένεση των «διαστροφών».

 
Διερευνώντας ποιες είναι οι απόψεις των ανθρώπων για τις σεξουαλικές διαστροφές, θα διαπιστώσουμε μια ποικιλομορφία αντιλήψεων και θέσεων. Κοινός παρονομαστής είναι ότι σεξουαλικές διαστροφές ονομάζονται οι μη φυσιολογικές ή οι μη κανονικές σεξουαλικές επιθυμίες ή πράξεις. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια ταυτολογία. Ποιες σεξουαλικές επιθυμίες ή πράξεις θεωρούνται φυσιολογικές; Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων για παράδειγμα, αποδοκιμάζει και θεωρεί απαράδεκτη την παιδοφιλία. Κάποιοι, λίγοι ενδεχομένως να υποστηρίξουν ότι πράξεις όπως η ηδονοβλεψία ή ο φετιχισμός δεν είναι και τόσο αφύσικες. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν την ομοφυλοφιλία εντελώς φυσική σεξουαλική προτίμηση, και όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι ετεροφυλικές σεξουαλικές σχέσεις είναι φυσικές.

Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να έχουν διαφορετικές γνώμες για το κανονικό και το «ανώμαλο» στη σεξουαλική συμπεριφορά; Πώς για παράδειγμα δικαιολογείται το γεγονός ότι στην δυτική ακτή των ΗΠΑ είναι δικαίωμα των ομοφυλόφιλων ζευγαριών η θεσμοθετημένη και νομικά κατοχυρωμένη συμβίωση, ενώ στις αραβικές χώρες (όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα) οι ομοφυλόφιλοι φυλακίζονται, χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα και πολλές φορές καταδικάζονται σε θάνατο;


Σύμφωνα με τους περισσότερους φιλοσόφους η ανεκτικότητα ή μη στις διαφορετικές σεξουαλικές συμπεριφορές οφείλεται στο πολιτισμικό, ηθικό ή θρησκευτικό σύστημα πεποιθήσεων των λαών μέσα στον χρόνο.

Παρ’ ότι όμως η διαπίστωση αυτή είναι κοινή, δεν συμφωνούν όλοι οι φιλόσοφοι στο αν πράγματι υπάρχει κάποιο κριτήριο που να καθορίζει τη φυσική και την αφύσικη σεξουαλική πράξη.

Συγκεκριμένα, μια ομάδα στοχαστών υποστηρίζει την πραγματοκρατική (κοινώς ρεαλιστική) θέση ότι υπάρχει φυσιολογική σεξουαλική πράξη, η οποία προσδιορίζεται βιολογικά, και είναι ανεξάρτητη από το πώς εμείς συμφωνούμε να την ορίσουμε. Από την άλλη πλευρά είναι οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια σεξουαλική συμπεριφορά που να υπαγορεύεται από τη φύση και πως τελικά το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, είναι θέμα σύμβασης, δηλαδή συμφωνίας, και ορίζεται από εμάς τους ανθρώπους και όχι από τη φύση.

Η πρώτη πραγματοκρατική – ρεαλιστική θέση για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της φυσιολογικής σεξουαλικής πράξης, διατυπώθηκε ήδη προς τα τέλη του μεσαίωνα και αποτελεί (παραδόξως) το κατεξοχήν θεολογικό επιχείρημα! Ο Θωμάς Ακινάτης, αναπαράγοντας τη θέση του απόστολου Παύλου και ενισχύοντάς τη με φιλοσοφικά επιχειρήματα, αναφέρεται στη φυσική και αφύσικη σεξουαλική επιθυμία και πράξη, τονίζοντας ότι ο αναπαραγωγικός μηχανισμός που με ευφυΐα σχεδίασε ο θεός, εξασφαλίζει τη διαιώνιση των ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Έτσι, υποστηρίζει ο Ακινάτης, ο θεός σχεδίασε τα αντρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα, ώστε να εμφυτεύεται αποτελεσματικά το σπέρμα και να επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή. Οποιαδήποτε άλλης μορφής εκσπερμάτιση, σεξουαλική πράξη ή επιθυμία, είναι αφύσικη και αντίθετη με τη βούληση του θεού και συνεπώς αμαρτία.

Στον αντίποδα, την πιο συστηματική θέση διατύπωσε ο Foucault (1978), που υποστηρίζοντας ότι αυτό που θεωρούμε φυσικό ή αφύσικο δεν είναι απλώς μια κοινωνική σύμβαση αλλά, πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα, θεώρησε ότι οι σεξουαλικές προκαταλήψεις είναι «θεωρητικές κατασκευές» στο πλαίσιο της λειτουργίας του εξουσιαστικού μηχανισμού. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι μπορεί να αντικρούσουν με επιχειρήματα την περί «μεταφυσικής της εξουσίας» θέση του Γάλλου, αξίζει να παρακολουθήσουμε την ιστορική ερμηνεία που προτείνει. Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (Foucault 1978) τονίζεται, ότι οι ενοχές, η σιωπή γύρω από τα σεξουαλικά ζητήματα όπως και «η εμφύτευση των διαστροφών» είναι κατάλοιπα μιας ηθικής συστολής που αρχίζει τον 18ο αιώνα και κορυφώνεται στην βικτωριανή εποχή (από το 1837 και μετά). Ο εγκλωβισμός της σεξουαλικότητας γίνεται συστηματικά μέσα από κατασταλτικούς μηχανισμούς που προωθούν τη συζυγική οικογένεια και κανονικοποιούν τις γαμήλιες σχέσεις με αυστηρό πρωτόκολλο, κανόνες και συστάσεις.

Οριοθετούνται: το συζυγικό καθήκον, ο τρόπος με τον οποίο αυτό πρέπει να εκτελείται κλπ, και όλα αυτά μέσα από το εκκλησιαστικό δίκαιο και τους αστικούς νόμους. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις συγκαταλέγονται στον κατάλογο των βαρειών αμαρτημάτων και αδικημάτων μαζί με την αιμομιξία, τη σοδομία, τον γάμο χωρίς την συναίνεση των γονιών και την κτηνοβασία [sic] (Foucault, 1978 : 52) …

Στη βικτωριανή Αγγλία, οι ερμαφρόδιτοι είναι εγκληματίες ή παιδιά εγκληματιών. Η «ονανία» (aunania), δηλαδή ο αυνανισμός, γίνεται η πιο διαδεδομένη ψυχική νόσος στην αστική Ευρώπη. Το 1712, κυκλοφορεί για πρώτη φορά ένα φυλλάδιο ανώνυμου συγγραφέα, με τίτλο: «Ονανία: το αποκρουστικό αμάρτημα της μόλυνσης του εαυτού και όλες οι τρομακτικές συνέπειές του», το οποίο απαγορεύει την «ψυχανωμαλία της μόλυνσης» ( Στα αγγλικά το «masturbation» προέρχεται από το λατινικό manu stupration, manual stupration), δηλαδή του αυνανισμού και προτείνει συστηματικές αγωγές.

Συνήγορος στην ενοχοποίηση των «αφύσικων» σεξουαλικών πράξεων, επιθυμιών ακόμα και σκέψεων είναι, σύμφωνα με τον Foucault, η τελετουργική θρησκευτική εξομολόγηση. Το σεξ γίνεται κατ’ εξοχήν αντικείμενο της ομολογίας με διεξοδικές, λεπτομερείς και εκτεταμένες αφηγήσεις που δημιουργούν ένα άλλο είδος απαγορευμένης ηδονής το οποίο φτάνει σε μας μέσα από την προκλητική λογοτεχνία της εποχής (Oscar Wilde, John Addington Symonds – homosexuality – Edward Carpenter).

H πρωτοφανής αναδιοργάνωση της αρχιτεκτονικής του χώρου, που έχει ξεκινήσει τον 19ο αιώνα, με τα σχολικά ιδρύματα αρρένων – θηλέων, όπου οι μαθητές στοιβάζονται για μήνες σε πολυπληθείς κοιτώνες, τα πολυάριθμα ψυχιατρεία κλπ, δημιουργούν από τη μια πλευρά ένα πλαίσιο αυστηρής σεξουαλικής αστυνόμευσης και από την άλλη καθιερώνουν πολλαπλά είδη «αμαρτωλών» σχέσεων (μεταξύ μαθητών, μεταξύ δασκάλων- μαθητών ή γιατρών- ασθενών κλπ) που δημιουργούν παράπλευρα με τη «φυσική» συζυγική μονογαμική σεξουαλικότητα, έναν τρόπο «διανομής» του παιχνιδιού των εξουσιών και των ηδονών, γεννώντας και συντηρώντας πολλές ηδονές που στη συνέχεια αποκαλέσαμε διαστροφές. Ο Foucault καταλήγει λέγοντας ότι η αύξηση των «ειδικών» ηδονών που ονομάζουμε διαστροφές, δεν είναι ηθικολογικό θέμα, αλλά η συνέπεια της παρέμβασης των εξουσιαστικών μηχανισμών στα κορμιά και τις ηδονές τους.

Παράλληλα oι ψυχίατροι μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επινοούν μια σειρά από σεξουαλικές διαστροφές που βαφτίζουν με αλλόκοτα ονόματα όπως: επιδειξίες του Lasėgue, φετιχιστές του Binet, ζωοεραστές του Krafft- Ebing, αυτό-μονοσεξουαλιστές του Rohleder και ακόμα γυναικόμαστοι, πρεσβυόφιλοι, κλπ. Η νέα οπτική στη σεξουαλικότητα που εισήγαγε ο Freud μας απάλλαξε σε ένα μεγάλο βαθμό από την βικτωριανή καταστολή, αλλά μας ενέπλεξε σε έναν άλλου τύπου σεξουαλικό καταναγκασμό, ο οποίος συντήρησε εμμέσως τ’ απολιθώματα της βικτωριανής ηθικής.

Μια γλαφυρή απόδειξη των καταλοίπων της βικτωριανής ηθικής είναι το εγχειρίδιο ψυχολογίας που διένειμε μέχρι το 2001 το Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο ανάμεσα στις πιο διαδομένες σεξουαλικές ψυχανωμαλίες, περιλαμβάνει την ομοφυλοφιλία! (Κωσταράς, 2000)…

Μπορεί να ακούγεται σήμερα παράξενο, αλλά η ομοφυλοφιλία, συμπεριλαμβανόταν στο διεθνές ψυχιατρικό διαγνωστικό εγχειρίδιο, ως ψυχική νόσος, μέχρι το 1980 για να διαγραφεί οριστικά το 1994!

Η περίπτωση της ομοφυλοφιλίας, παρ’ ότι σήμερα δεν θεωρείται, ψυχιατρικά τουλάχιστον, διαστροφή είναι χαρακτηριστική και αποδεικνύει τον έγχρονο χαρακτήρα του τι θεωρούμε σε κάθε εποχή φυσικό και τι όχι. Κάτι δηλαδή που στην Αθήνα του 4ου πχ αιώνα ήταν σχεδόν προϋπόθεση για την ομαλή σεξουαλική αγωγή των νέων, γίνεται σταδιακά στον 20ο αιώνα, διαταραχή που χρήζει ψυχιατρικής αγωγής ενώ στη συνέχεια απενοχοποιείται ξανά.

Τι δείχνουν αυτά; Ο Foucault και άλλοι στοχαστές (Sedgwick 1981) υποστηρίζουν ότι αυτό που θεωρείται ανώμαλο ή νοσηρό συνδέεται με τις ηθικές ανοχές και τις επιθυμητότητες της κάθε εποχής.

Αυτό που λέμε δηλαδή διαστροφή, εκφράζοντας μια αποδοκιμασία και κατηγοριοποιούμε με «επιστημονικοφανή» ονόματα στα διαγνωστικά εγχειρίδια, δεν είναι παρά μια «ετικέτα» που βάζουμε σε μια σεξουαλική προτίμηση η οποία ξεφεύγει από τις συνηθισμένες συμπεριφορές που ανέχεται η κοινωνία και η επικρατούσα ηθική.

Όμως, φωνές σαν του Foucault ή του Sedgwick δεν είναι οι πιο διαδεδομένες στη συζήτηση για το θέμα των σεξουαλικών διαστροφών…

Β. Οι φιλόσοφοι και η κανονικότητα

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι, θεολόγοι και ψυχίατροι, έχουν προσπαθήσει να θεμελιώσουν την ύπαρξη φυσιολογικής ή μη σεξουαλικής συμπεριφοράς, πάνω σε κριτήρια που κατά τη γνώμη τους είναι ισχυρά και αδιάψευστα. Για να δείξουν τι είναι (και αν υπάρχει) σεξουαλική διαστροφή, επιχειρούν κατ’ αρχάς να ορίσουν σε τι συνίσταται η φυσιολογική σεξουαλική πράξη… Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει άμεσες επιπτώσεις και επιρροές στη ψυχιατρική, το δίκαιο, τις νομικές και δικαστικές υποθέσεις, τη θρησκευτική κατήχηση, την διαπολιτισμική κουλτούρα και φυσικά την εφαρμοσμένη ηθική!


Αν η απάντηση ήταν προφανής, αν δηλαδή φυσιολογική σεξουαλική πράξη ήταν μόνο η αναπαραγωγική σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων, όλα τα υπόλοιπα αυτομάτως θα συνιστούσαν παρεκκλίσεις ή διαστροφές. Όπως για παράδειγμα το σεξ με προφυλακτικό ή άλλο αντισυλληπτικό μέσο, ή ο αυνανισμός, ή τα αμοιβαία χάδια, ή ο στοματικός έρωτας… Είναι λίγο -πολύ γνωστό το δίλημμα του αμερικανού ανακριτή που προσπαθούσε να θεμελιώσει το πόρισμά του για την υπόθεση Κλίντον και σκόνταφτε στο ερώτημα αν η πράξη που έκανε η Λεβίνσκι στον Κλίντον ήταν κυριολεκτικά σεξουαλική πράξη ή όχι!

Αλλά ακόμα και πράξεις όπως το φιλί δεν είναι τόσο αυτονόητο αν αποτελούν ή όχι σεξουαλικές πράξεις… Για παράδειγμα, κάποιος ή κάποια, μπορεί να έχει οργασμό απλώς και μόνο με ένα φιλί και να ισχυριστεί ότι αυτό είναι πολύ πιο πλήρες από μια άλλη φαινομενικά «ολοκληρωμένη» πράξη που κάποιος ή κάποια δεν νιώθει τίποτα απολύτως!

Αντίστοιχης υφής είναι και το επίκαιρο ερώτημα, αν το σεξ μέσω internet είναι διαστροφή ή όχι της «κανονικής» σεξουαλικής δραστηριότητας. Συνεπώς στην διαδικασία του ορισμού μπαίνουν μια σειρά από κριτήρια όπως αυτό της ολοκλήρωσης ή της ικανοποίησης, της απόστασης, του αριθμού των συμμετεχόντων, της συχνότητας των επαφών, του σκοπού της ηδονής κλπ. Όλα τα κριτήρια που προτείνονται όμως, έχουν μια περιορισμένη ή λιγότερο περιορισμένη αντοχή στον εξεταστικό αντίλογο!

Επιχείρησα να ομαδοποιήσω τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τον καθορισμό της φυσικής σεξουαλικής πράξης, και συνεπώς της διαστροφής, σύμφωνα με τα κριτήρια και την προσπάθεια θεμελίωσής τους.

Έτσι έχουμε λοιπόν:
1. Τις Θεολογικές Θεωρίες που χρησιμοποιούν θρησκευτικά και ρεαλιστικά (όπως είδαμε στην αρχή) κριτήρια προσπαθώντας να θεμελιώσουν «μεταφυσικά» την… κανονικότητα.

2. Τις Φυσιοκρατικές Θεωρίες που χρησιμοποιούν κριτήρια της βιολογίας ή της φυσιολογίας του ανθρώπου, επιχειρώντας να θεμελιώσουν πάνω σε αντικειμενικούς όρους το τι είναι σεξουαλικά κανονικό.

3. Τις Αξιολογικές Θεωρίες που προσπαθούν να θεμελιώσουν ηθικά ή αισθητικά την κανονικότητα και

4. Τις Φιλοσοφικές Θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη φυσικού ή αφύσικου, υγιούς ή διαστροφικού, κανονικού ή ανώμαλου…

1. Η θεολογική θέση

Η θεολογική θέση, υποστηρίζει ότι φυσική και ευλογημένη σεξουαλική πράξη είναι αυτή που γίνεται σύμφωνα με τον λόγο του θεού. Η εντολή «αυξάνεστε και πληθύνεστε» δίνει το πλαίσιο για το τι είναι θεμιτό και τι όχι. Κάθε είδους σεξουαλική πράξη που δεν αποσκοπεί στη διαιώνιση του είδους, που συμβαίνει δηλαδή έξω από την αναπαραγωγική διαδικασία είναι by the book αμαρτία. Είναι γνωστή η ιστορία από την Βίβλο όπου ο βασιλιάς Αυνάν έριξε το σπέρμα του στη γη και υπέστη την τιμωρία του θεού. Σύμφωνα με την θρησκευτική άποψη λοιπόν, κάθε μη ολοκληρωμένη επαφή ή επαφή στην οποία δεν καταλήγει το σπέρμα στον προορισμό του είναι αφύσικη και λίγο ως πολύ διεστραμμένη. Κάθε σκέψη ή επιθυμία για σεξουαλική ένωση εκτός γάμου, ή κάθε πράξη που δεν στοχεύει στην τεκνοποιία, συμπεριλαμβανομένου του σεξ με προφυλακτικό ή με άλλα αντισυλληπτικά μέσα ή ακόμα και του σεξ με πρόσωπα που έχουν κάνει στειροποίηση, είναι αφύσικη και επικριτέα.

Πολλοί θεολόγοι και πολλοί υποστηρικτές φυσιοκρατικών θέσεων, όπως θα δούμε παρακάτω, επικαλούνται τον Αριστοτέλη, για τον οποίο «κατά φύσιν» (δηλαδή σύμφωνα με το πρόγραμμα της φύσης) είναι οτιδήποτε συνάδει με τον τελικό του σκοπό, δηλαδή με το ποιητικό και τελικό αίτιο κάθε όντος. Εν προκειμένω για την σεξουαλική πράξη, ο τελικός της σκοπός είναι η τεκνοποιία, συνεπώς κατά φύσιν είναι όποια πράξη συμβάλλει προς αυτόν τον σκοπό.

2. Οι φυσιοκρατικές θέσεις

[α] Φυσικό είναι αυτό που ορίζει η Φύση

 Η θέση αυτή είναι απλοϊκή και επιστρατεύεται για να τεκμηριώσει τόσο ότι οι ορθόδοξες ετεροφυλόφιλες πράξεις είναι οι μόνες φυσικές, όσο και το αντίθετο, ότι δηλαδή ομοφυλοφιλικές ή άλλες πράξεις είναι φυσικές εφ’ όσον συναντώνται στη φύση. Η πρώτη δέσμη επιχειρημάτων, για να αποδείξει την «κατά φύσιν» σεξουαλική πράξη, παρερμηνεύει τον Αριστοτέλη, εστιάζοντας στην σύμφωνα με τη φυσιολογία των οργάνων «κανονική» χρήση τους. Για παράδειγμα, ο χέρι είναι για να πιάνει ή το στόμα για να μιλάει και να μασάει τη τροφή κ.ο.κ. Κάθε όργανο δηλαδή έχει έναν τελικό σκοπό, έναν λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε, σύμφωνα με το πρόγραμμα της φύσης.
Η δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων χρησιμοποιεί την φύση για να δείξει ότι μη αναπαραγωγικές σεξουαλικές πράξεις είναι εξίσου φυσικές. Όπως για παράδειγμα ο αυνανισμός ή η ομοφυλοφιλία. Συναντώντας στη φύση ζώα (πιγκουίνους, σκυλιά, γατιά, πιθήκους κλπ) που αναπτύσσουν ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, ή αυνανίζονται, συμπεραίνουμε ότι αυτές είναι φυσικές σεξουαλικές συνήθειες. Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης, απαντούν σε όσους διατείνονται ότι αν όλοι αυνανίζονταν ή γίνονταν ομοφυλόφιλοι θα εξαφανιζόταν το ανθρώπινο είδος, ότι ποτέ, κανένα είδος ζώων δεν κινδύνεψε με αφανισμό επειδή αυνανιζόταν ή έκανε ομοφυλοφιλικό σεξ.

Το πρόβλημα με αυτού του τύπου τα επιχειρήματα είναι ότι δεν αποδεικνύουν στην ουσία τίποτα. Για το τι προορίζεται το κάθε όργανο του σώματος δεν υπάρχει καμιά φυσική επιταγή. Το χέρι πιάνει αλλά παίζει και πιάνο ή το στόμα μασάει αλλά και σφυρίζει κλπ. Το κάθε μέλος του σώματος δεν έχει μια αυτόνομη χρήση από μόνο του και δεν προορίζεται για τίποτα. Αποτελεί μέρος ενός συνόλου, του ανθρώπου, ο οποίος επιδίδεται σε διάφορες πράξεις ανάλογα με τη λογική, τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τις πεποιθήσεις του.

Όσο για το αν μη αναπαραγωγικές σεξουαλικές πράξεις συναντώνται στα ζώα, αυτό και πάλι δεν σημαίνει τίποτα, πέρα του ότι κάνουμε έναν ζωομορφικό αναγωγισμό, συγκρίνοντας ιδιότητες ή συμπεριφορές ενός είδους ζώου με ένα άλλο (επειδή είναι φυσικό μια αράχνη να κάνει ιστό, δεν σημαίνει ότι είναι φυσικό να πλέκουμε κι εμείς ιστό!)

[β] Η σεξουαλική επιθυμία ως Όρεξη

Ένα αρκετά διαδεδομένο επιχείρημα, για το τι είναι φυσικό ή αφύσικο στο σεξ, είναι ο ορισμός της σεξουαλικής επιθυμίας ως… «όρεξη» (όπως η πείνα και η δίψα) και ο παραλληλισμός της σεξουαλικής πράξης με τη βρώση ή την πόση. Βασισμένος σε αυτόν τον ορισμό, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι όπως υπάρχουν φυσικές διατροφικές διαδικασίες (η βρώση για παράδειγμα μιας θρεπτικής τροφής), έτσι υπάρχουν και φυσικές σεξουαλικές διαδικασίες. Είναι οι σεξουαλικές διαδικασίες εκείνες, που ικανοποιούν με κανονικό τρόπο τις σεξουαλικές επιθυμίες και ορέξεις. Αντίθετα, διαστροφή, διατροφική διαστροφή για παράδειγμα, θα ήταν το να τρέφεται κάποιος με χαρτί ή ύφασμα, ή να πίνει σούπα από βρασμένες βίδες. Όμοια με τις διατροφικές διαστροφές μπορούμε να αποδείξουμε τις σεξουαλικές διαστροφές.

Το πρόβλημα με την προσπάθεια ορισμού της σεξουαλικής επιθυμίας ως όρεξη, είναι ότι οι άλλες ορέξεις, η πείνα και η δίψα, αναφέρονται σε αντικείμενα όπως τα τρόφιμα και τα ποτά. Αντίθετα η σεξουαλική επιθυμία αναφέρεται (συνήθως) σε άλλα πρόσωπα και έχει ψυχολογικό – συναισθηματικό περιεχόμενο το οποίο αναγνωρίζεται και βρίσκει ή δεν βρίσκει ανταπόκριση από το άλλο πρόσωπο… Η σεξουαλική επιθυμία λοιπόν αφορά την ολοκλήρωση μιας αμφίδρομης (συνήθως) σχέσης μεταξύ προσώπων (Nagel, 1979, 2008). Σε καμιά περίπτωση το να κάνεις σεξ με ένα άλλο πρόσωπο, δεν είναι ίδιο με το να φας μια ομελέτα!

Το επιχείρημα της αλληλεπίδρασης των προσώπων όμως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ως φυσικές τις μονοσεξουαλικές πράξεις με τη συμμετοχή ή όχι άψυχων αντικειμένων.

Το πρόβλημα περιπλέκεται όταν οι σεξουαλικές πράξεις συνδυάζονται με ασυνήθιστες διαιτητικές προτιμήσεις όπως η κοπροφιλία ή ουροποσία, αλλά και ακόμα πιο ακραίες όπως ο συναινετικός κανιβαλισμός. (Είναι γνωστή η σχετικά πρόσφατη ιστορία με τον γερμανό κανίβαλο και τη συναινετική βρώση του θύματός του, αλλά και συμβολικές κανιβαλιστικές ιστορίες όπως η περίπτωση του Διόνυσου ή του Χριστού που τόσο εξαιρετικά αναπαριστάται στο μυθιστόρημα «το Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ και έγινε ταινία από τον Τομ Τάικβερ). Σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να μιλάει κανείς για διατροφικές ή σεξουαλικές διαστροφές;

Κατά τη γνώμη μου η έννοια της διαστροφής ακόμα και στην διατροφική διαδικασία είναι προβληματική και όχι αυταπόδεικτη. Μπορεί για παράδειγμα κανείς να μασάει τσίχλα ή να μασάει χαρτί, χωρίς καμιά διατροφική αξία, ή να πίνει αναψυκτικά χωρίς θερμίδες ή αλκοολούχα ποτά καθαρά για λόγους ευχαρίστησης χωρίς να ικανοποιεί κάποια όρεξη πείνας ή δίψας. Δεν είναι αυτονόητο ότι τέτοιες πράξεις αποτελούν διατροφικές διαστροφές, διότι η βρώση ή η πόση, όπως και η σεξουαλική πράξη, εκτός από διατροφικούς ή αναπαραγωγικούς λόγους γίνεται και για λόγους ευχαρίστησης.

[γ] Ο φυσιοκρατικός ρεαλισμός


Ο φυσιοκρατικός ρεαλισμός είναι η θέση που προτάσσουν αρκετοί φιλόσοφοι (και οι περισσότεροι ψυχίατροι) προσπαθώντας να αποδείξουν ότι υπάρχει μια φυσική αλήθεια για το τι είναι βιολογικά κανονικό και τι όχι. Οι εισηγητές της θεωρίας προτείνουν πως ότι περιορίζει ή δυσχεραίνει τις φυσιολογικές λειτουργίες του όντος ή του προκαλεί οδύνη, ή πόνο, ή κάμψη των πρότερων κοινωνικών δραστηριοτήτων κλπ. απάδει του φυσιολογικού. Η ύπαρξη νοσηρής κατάστασης σύμφωνα με τη φυσιοκρατική θέση συνεπάγεται στατιστικά, μη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού μελών κάποιου δεδομένου βιολογικού είδους (Boorse, 1976). Η στατιστική απόκλιση δηλαδή, από τα συνήθη βιολογικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου είδους, συνεπάγεται μια μη υγιή – φυσιολογική κατάσταση. Πιο ειδικά, για τις διανοητικές – ψυχικές διαταραχές, σύμφωνα με τους εισηγητές της θεωρίας της «αντικειμενικής ψυχοβιολογικής δυσλειτουργίας» κάποιος χαρακτηρίζεται από ψυχική διαταραχή, «εάν οι ψυχικές λειτουργίες, επιτελούνται ή αλληλορυθμίζονται σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που απαιτούνται για τη διαδρομή της τυπικής για τα μέλη του ανθρώπινου είδους βιοτικής ιστορίας (επιβίωση και αναπαραγωγή) στα εκάστοτε φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα διαβίωσής τους» (Ουλής 2003).

Η σύγχρονη θέση του ψυχιατρικού αντικειμενισμού, ομαδοποιεί τις σεξουαλικές διαταραχές στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχιατρικής DSM IV (1994). Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην εισαγωγή του DSM IV, «ψυχική- διανοητική διαταραχή συνιστά κάθε κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο, που πραγματώνεται ή συμβαίνει σε κάποιο άτομο και που επιφέρει σε αυτό οδύνη ή αναπηρία ή τέλος, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο θανάτου, πόνου, αναπηρίας ή τέλος σημαντική απώλεια της ελευθερίας του».

Ειδικότερα, στο διαγνωστικό εγχειρίδιο ομαδοποιούνται οι σεξουαλικές διαταραχές ως εξής [α] Σεξουαλικές Δυσλειτουργίες (Διέγερσης, Οργασμού, Εκσπερμάτισης, κλπ.) [β] Παραφιλίες (Επιδειξιμανία, Φετιχισμός, Εφαψιομανία, Παιδοφιλία, Ηδονοβλεψία, Μαζοχισμός, Σαδισμός, Μετενδυματικός Φετιχισμός, Ζωοφιλία κ.α) και [γ] Διαταραχές της ταυτότητας του Γένους (όπως πχ ισχυρή και επίμονη ταύτιση με το άλλο γένος (φύλο), δυσφορία με το φύλο του, ευνουχισμός, κλπ). Εξετάζοντας αυτή τη κατηγοριοποίηση μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι οι διαταραχές της κατηγορίας [α] σεξουαλικές Δυσλειτουργίες (πχ. διαταραχές διέγερσης) καλύπτουν το κριτήριο της βιολογικής υπολειτουργίας, που αναφέρεται παραπάνω, ή το κριτήριο της οδύνης ή αναπηρίας ή της απώλειας της ελευθερίας. Αντίθετα, οι ονομαζόμενες διαταραχές της κατηγορίας [β] παραφιλίες, που ευρύτερα αποκαλούνται σεξουαλικές διαστροφές και χαρακτηρίζονται από «διαταραχή» του σεξουαλικού σκοπού ή στόχου, περιλαμβάνονται στα διαγνωστικά εγχειρίδια επειδή θεωρείται ότι καλύπτουν το κριτήριο της μη τυπικής για το ανθρώπινο είδος βιοτικής ιστορίας και χαρακτηρίζονται από κοινωνική ή βιοτική δυσπραγία.
Πιο συγκεκριμένα, το DSM περιγράφει ότι οι παραφιλίες χαρακτηρίζονται από συχνές και έντονες σεξουαλικές επιθυμίες, φαντασιώσεις, ή συμπεριφορές που εμπεριέχουν ασυνήθιστα αντικείμενα, δραστηριότητες ή καταστάσεις που προκαλούν συγκεκριμένες δυσλειτουργίες ή βλάβες σε κοινωνικό επίπεδο, στην απασχόληση ή σε άλλες σημαντικές βιοτικές λειτουργίες.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι το περιεχόμενο του DSM σχετικά με το θέμα των σεξουαλικών διαστροφών αλλάζει συνεχώς. Το 1952 που εκδόθηκε το πρώτο διαγνωστικό εγχειρίδιο αναφέρεται σε σεξουαλικές παρεκκλίσεις (όχι σεξουαλικές διαταραχές) και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων την ομοφυλοφιλία και τον βιασμό. Το 1968 η αναθεωρημένη έκδοση του διευκρινίζει ότι δεν συνιστούν παθολογικές συμπεριφορές οι αφύσικες σεξουαλικές πράξεις, που συμβαίνουν όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι σύντροφοι για φυσιολογική επαφή. Αυτή η διευκρίνιση δείχνει ότι η πράξη καθ’ εαυτή δεν θεωρείται αρκετή για να θεωρηθεί κάποιος ως σεξουαλικά παρεκκλίνων, αλλά παίζουν ρόλο οι προθέσεις, τα κίνητρα και οι συνθήκες στις οποίες ζει. Παραδόξως αυτή η διευκρίνιση αφαιρείται από τις επόμενες εκδόσεις του DSM. Ακόμα το 1968 έχει παραληφθεί και ο βιασμός από τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις. Στην έκδοση του 1980 οι παρεκκλίσεις μετονομάζονται σε παραφιλίες και προστίθεται στις διαταραχές και η φαντασίωση ή επιθυμία τέτοιων πράξεων, κάτι που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν ότι αποτελεί πρόβλημα. Παρατηρούμε δηλαδή μια συνεχή μεταβολή (μέχρι και το 2000 στην αναθεώρηση του DSM IV) ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται.

Τα επιχειρήματα που αντικρούουν τη θέση του φυσιοκρατικού αντικειμενισμού έχουν τρείς κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση αντικρούει τα κριτήρια ψυχοπαθολογικής θεμελίωσης.
Η δεύτερη αντικρούει αυτό που η διαπίστωσή τους ως διαταραχή συνεπάγεται και η τρίτη κατεύθυνση αντικρούει το ζήτημα της στατιστικής κανονικότητας.

[γ.i] Αμφισβήτηση των κριτηρίων ψυχοπαθολογικής θεμελίωσης

Για να ισχύει το επιχείρημα της ψυχοπαθολογικής θεμελίωσης είναι απαραίτητο τα κριτήρια να ισχύουν αναγκαστικά. Κάποιος δηλαδή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται απ’ ό,τι ορίζουν τα κριτήρια αυτά, ό,τι και να γίνει. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο για τις παραφιλίες. Η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τις παραφιλίες δεν είναι αποτέλεσμα μιας αναγκαστικής παθητικής κατάστασης αλλά μιας προτίμησης για τον τρόπο της σεξουαλικής ικανοποίησης. Δηλαδή η αμφισβήτηση έγκειται στο κατά πόσο υπάρχει ανικανότητα ή προτίμηση στην μη κάλυψη των κριτηρίων της τυπικής για το είδος βιοτικής ιστορίας ή στην κοινωνική ή βιοτική δυσπραγία. Το δικαίωμα στην κάλυψη των «κανονικών» βιοτικών λειτουργιών δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της κάλυψής τους. Δηλαδή το ότι κάποιος οργανισμός έχει το αντικειμενικό δικαίωμα να ικανοποιεί την διατροφική του ανάγκη δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Υπάρχει διαφορά στο να μην μπορεί να ικανοποιήσει κάποιος την διατροφική του ανάγκη επειδή δεν «δύναται» να φάει π.χ. και διαφορετικό επειδή επιλέγει να μην τραφεί. Το δικαίωμα στη κάλυψη των βιοτικών λειτουργιών, ακόμα και το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή δεν σημαίνει υποχρέωση στη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τις παραφιλίες. Είναι διαφορετικό να μιλάμε για μια διαταραχή εκσπερμάτισης ή στύσης και διαφορετικό να μιλάμε για φετιχισμό ή ζωοφιλία. Στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ανικανότητας ενώ στη δεύτερη για μια προτίμηση, δηλαδή για μια εκούσια επιλογή του τρόπου της σεξουαλικής ικανοποίησης.

Πολλοί σύγχρονοι ψυχίατροι (Moser & Kleinplatz 2005) επιχειρηματολογούν υπέρ της αφαίρεσης των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια για μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων ότι είναι αδύνατον να ξέρουμε αν υπάρχει παθολογική κατάσταση ή επιλογή. Ακόμα, τα κριτήρια της δυσφορίας και της βιοτικής δυσλειτουργίας ή δυσπραγίας δεν επαληθεύονται στατιστικά. Μεγαλύτερη δυσφορία προκαλεί σε όσους έχουν σεξουαλικές ιδιαιτερότητες η κοινωνική και ψυχιατρική διάκριση παρά η προτίμησή τους. Σχετικά με τη σεξουαλική δυσλειτουργία, έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί ως παραφιλικοί, έχουν μια φυσιολογική έγγαμη ζωή. Δηλαδή οι βιοτικές και αναπαραγωγικές τους λειτουργίες δεν έχουν επηρεαστεί από τις προτιμήσεις τους. Ακόμα, οι Moser & Kleinplatz υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατον να διευκρινιστεί με αντικειμενικό τρόπο το πότε μια σεξουαλική φαντασίωση ή επιθυμία μπορεί να δηλώνει παθολογική κατάσταση και πότε είναι απλώς ένας τρόπος για την έξαψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Έχει ενδιαφέρον ότι μια πολύ συνηθισμένη φαντασίωση των γυναικών είναι ο βιασμός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτές οι γυναίκες θέλουν να βιαστούν.

Στην εισήγησή τους για την διαγραφή των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια, οι Moser & Kleinplatz παραθέτουν και μια σειρά από επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία σύμφωνα με τα οποία μια συμπεριφορά ή προτίμηση από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτήριο ψυχοπαθολογίας και ότι τα διαγνωστικά εγχειρίδια αποτυπώνουν όχι μόνο ψυχικές νόσους, αλλά και την ψυχοπαθολογία των «δυτικών ανοχών» (Γούναρης, 2008). Ακόμα, ότι οι θεωρούμενες φυσιολογικές ετεροφυλικές σεξουαλικές πράξεις, συχνά είναι πιο «προβληματικές» από τις παραφιλίες και ότι η «επιδιόρθωση» μιας παραφιλικής συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται ότι θεράπευσε και το διανοητικό πρόβλημα (αν υπάρχει).

Να σημειωθεί ότι οι Moser &Kleinplatz υποστηρίζουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις η πάθηση που διαγιγνώσκεται ως παραφιλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε κάποια άλλη νοητική διαταραχή με ασφαλέστερα και αντικειμενικότερα κριτήρια αλλά και αποτελεσματικότερη θεραπεία. Τέλος, με την ασάφεια και την αοριστία που υπάρχει στο ζήτημα της παραφιλίας, η ταξινόμησή της στα διαγνωστικά εγχειρίδια, παραβιάζει την θεμελιώδη ιατρική αρχή «περί μη πρόκλησης βλάβης», αφού η κοινωνική διάκριση που υφίστανται όσοι έχουν σεξουαλικές ιδιαιτερότητες έχει αντίκτυπο στις δουλειές τους, στα παιδιά τους, και στη ζωή τους γενικότερα.

[γ. ii] Αμφισβήτηση αυτού που η διαταραχή συνεπάγεται.

Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η έννοια της διαταραχής είναι αξιολογικά φορτισμένη έννοια και υπαγορεύει εμμέσως μια επιταγή, μια εντολή (Moore 1984). Η ταξινόμησή σεξουαλικών διαταραχών στα εγχειρίδια, σημαίνει αυτομάτως την διαθεσιμότητά τους προς θεραπεία. Η δήλωση δηλαδή της διαταραχής υπονοεί ότι αυτός που πάσχει από κάτι θα έπρεπε κανονικά να θεραπευτεί. Η διάγνωση δηλαδή μιας ψυχικής – διανοητικής διαταραχής συνεπάγεται μια αξιολογική κρίση που υπαγορεύει μια προτροπή: Την θεραπεία. Ποιος είναι όμως αυτός που θα ορίσει ότι ένας φετιχιστής ή ένας ζωοεραστής πρέπει να θεραπευτεί; Σ’ αυτή τη περίπτωση το λογικό σφάλμα έγκειται στην εξαγωγή ενός συμπεράσματος του πρέπει από μια πρόταση του είναι χωρίς να προϋπάρξει η κοινώς αποδεκτή κανονιστική αρχή.

[γ. iii] Αμφισβήτηση της στατιστικής κανονικότητας.

Τέλος το κριτήριο της στατιστικής κανονικότητας είναι σαθρό και ευρέως αμφισβητήσιμο. Το να θεωρείς μη φυσιολογικό ό,τι απάδει της στατιστικής κανονικότητας, αποτελεί ένα κυκλικό επιχείρημα. Το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι απάδει της στατιστικής κανονικότητας… Τίποτε άλλο. Επιπλέον αν κάνεις μια στατιστική έρευνα στους ινδιάνους ή στους Εσκιμώους για το τι είναι σεξουαλικά φυσιολογικό, θα πάρεις διαφορετικά αποτελέσματα απ’ ότι αν κάνεις την ίδια έρευνα στο Βατικανό. Επιπρόσθετα το τι συμβαίνει στους πολλούς δεν είναι κριτήριο της φυσιολογικότητας. Για παράδειγμα η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης έχει τερηδόνα, όμως η τερηδόνα θεωρείται αφύσικη και καταπολεμάται… Ή ακόμα, όσοι έχουν μπλε μάτια αποτελούν μια στατιστική μειοψηφία, παρ’ όλα αυτά η κατάστασή τους δεν θεωρείται παθολογική (Moser, 2001) ή αφύσικη.


3. Αξιολογικές – Κανονιστικές θέσεις

Φιλόσοφοι όπως ο Tomas Nagel (1979, 2008) στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν αν υπάρχει φυσική και αφύσικη σεξουαλική πράξη, αναζήτησαν αδιαμφισβήτητες ποιότητες και αξίες που να θεμελιώνουν τις πράξεις αυτές. Εν προκειμένω, για τον Nagel φυσιολογική σεξουαλική επαφή είναι αυτή που καταλήγει σε ολοκληρωμένη συναινετική συνεύρεση προσώπων με αμοιβαίο ενδιαφέρον και επίγνωση των συναισθηματικών τους αποκρίσεων – αντιδράσεων.

Ο Nagel εισάγει δύο αξιολογικά κριτήρια. Το ένα συνδέεται με την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων και το δεύτερο, με τη χρήση του άλλου ως σκοπού και όχι ως μέσου (ή αντικειμένου).

Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η σεξουαλική πράξη δεν είναι αποκομμένο στιγμιότυπο της ζωής των ανθρώπων. Είναι μια διαδικασία με πράξεις που προηγούνται κι έπονται. Επίσης, διευκρινίζει, ότι έχει διαφορετική ποιότητα το να επιθυμείς σεξουαλικά κάποιον που δεν σε επιθυμεί ή δεν ξέρεις αν ανταποκρίνεται στην επιθυμία σου, και διαφορετική το να επιθυμείς κάποιον ο οποίος σε επιθυμεί. Στην πρώτη περίπτωση το πιθανότερο είναι η επιθυμία να παραμείνει ανολοκλήρωτη. Στη δεύτερη, να προχωρήσει και να γίνει σεξουαλική πράξη. Η διαδικασία αυτή αναγνώρισης της επιθυμίας ή της προσπάθειας προσέλκυσης της επιθυμίας του άλλου είναι στοιχειώδες μέρος της ερωτικής – σεξουαλικής διαδικασίας. Αυτή την επιθυμία για συνένωση που περνάει από το στάδιο του φλερτ, της διέγερσης, της παρακίνησης και κορυφώνεται στην κυρίως σεξουαλική πράξη, ο Nagel την θεωρεί θεμελιώδη αλλά όχι μοναδική προϋπόθεση για να θεωρήσουμε μια σεξουαλική πράξη ολοκληρωμένη… Η ολοκλήρωση της πράξης προϋποθέτει, σύμφωνα με τον Nagel, την αντιμετώπιση του άλλου ως σκοπό και όχι ως μέσο, δηλαδή όχι ως αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίησης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι για να θεωρείται μια πράξη ολοκληρωμένη θα πρέπει ο ένας σύντροφος να μην εκμεταλλεύεται την επιθυμία του άλλου με σκοπό την δική του μόνο ικανοποίηση, αλλά να πράττει μέσα σε ένα σύστημα αμοιβαιότητας.

Με αυτό το σκεπτικό, καμιά συναινετική σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων που στοχεύει στην αμοιβαία ικανοποίηση των προσώπων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί διαστροφή! Οτιδήποτε κι αν περιλαμβάνει η πράξη αυτή!

Σύμφωνα δηλαδή με τα παραπάνω, μόνο οι μονοσεξουαλικές πράξεις, ο βιασμός, το σεξ με άψυχα αντικείμενα, ζώα, μικρά παιδιά ή πρόσωπα που έχουν απώλεια των αισθήσεών τους (δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρχει επίγνωση των συναισθηματικών τους αντιδράσεων και άρα συναίνεση) συνιστούν διαστροφές. Αυτό σημαίνει ότι οι διαστροφές δεν έγκεινται στην σεξουαλική πράξη καθεαυτή, διότι η ίδια η πράξη αναλόγως με το αν υπάρχει συναίνεση και αμοιβαιότητα, άλλοτε θεωρείται φυσική και άλλοτε αφύσικη… Οι διαστροφές, έγκεινται στην ψυχολογική κατάσταση των προσώπων που την επιτελούν και ιδιαίτερα στο έλλειμμα ολοκλήρωσης της σχέσης αλληλεπίδρασης των προσώπων αυτών. Μ’ αυτή τη λογική, το να επιθυμείς κάποιον σεξουαλικά, ο οποίος δεν σε επιθυμεί είναι ένα είδος διαστροφής. Υπό αυτή την έννοια και η μορφή του ανολοκλήρωτου έρωτα που εξυμνεί ο Πλάτων, είναι για τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, διαστροφή!

Όμως η κατάρρευση του Πλατωνικού ιδανικού δεν είναι το μόνο πρόβλημα της θεωρίας που εισηγείται ο Nagel. Ένα θέμα που μένει ακάλυπτο, είναι το τι γίνεται με τις μακροχρόνιες σχέσεις όπου οι διαδικασίες του φλερτ, της διέγερσης της ανίχνευσης της επιθυμίας ή της συναίνεσης του άλλου δεν είναι συνήθεις ούτε αυτονόητες. Πολλά ζευγάρια μετά από μερικά χρόνια σχέσης, κάνουν σεξ χωρίς να είναι δεδομένη ούτε η συναίνεση ούτε η αμοιβαιότητα στην σεξουαλική ικανοποίηση (Moulton 2008). Θα πρέπει να θεωρούνται αυτού του τύπου οι σχέσεις διαστροφικές; Ή τι γίνεται σε περιπτώσεις «σκληρού» σεξ με αγνώστους που δεν μπαίνει στη μέση ούτε προκαταρκτικό παιχνίδι, ούτε ενδιαφέρον για την ικανοποίηση του άλλου, αφού και οι δυο εξαντικειμενοποιούν ο ένας τον άλλο και παρ’ όλα αυτά περνάνε υπέροχα. Κι ακόμα: Τι γίνεται με τις φαντασιώσεις; Πολύ συχνά, την ώρα της σεξουαλικής πράξης κάποιοι και κάποιες φαντασιώνονται ότι κάνουν σεξ με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τον σύντροφό τους ως μέσο για την ικανοποίηση της φαντασίωσής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι φαντασιώσεις είναι διαστροφή; Τέλος, οι μονοσεξουαλικές πράξεις όπως ο αυνανισμός, που για πολλούς θεωρείται μέρος της σεξουαλικής ωρίμανσης του προσώπου, ή «η κατά μόνας» χρήση αντικειμένων για την σεξουαλική ικανοποίηση, από τη στιγμή που δεν εμπλέκουν άλλο πρόσωπο για να του ζητηθεί η συναίνεση γιατί να θεωρούνται διαστροφές; Ο Γούντυ Άλεν λέει χαρακτηριστικά, ότι «ο αυνανισμός είναι σεξ με κάποιον που αγαπάω πολύ», απαντώντας με χιούμορ στην διαπίστωση της θεωρίας του Nagel.

Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες αξιολογικές θεωρίες όπως η θεωρία του Solomon (1975) που θεωρεί το σεξ ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων και βάζει ως προϋπόθεση την αμοιβαία κατανόηση των συναισθημάτων και των επιθυμιών των συντρόφων.

4. Το φυσικό και το αφύσικο ως κατασκευές.

Η άρνηση του χαρακτηρισμού φυσικό – αφύσικο, υγιές ή άρρωστο, κανονικό ή διεστραμμένο, αποτελεί την βασική θέση στοχαστών όπως ο βρετανός Peter Sedgwick (1981) (και ακόμα των Szasz, Laing, Sheff κ.α). Συγκεκριμένα διερευνώντας το πρόβλημα της «οντολογίας της νόσου» ο Sedgwick υποστήριξε, ότι το φυσιολογικό και το αφύσικο, το υγιές και το νοσηρό, η θεραπεία και η διάγνωση, αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, όχι μόνο για τις ψυχικές – διανοητικές αλλά και για τις σωματικές καταστάσεις. Ο λόγος για την υγεία και την αρρώστια, το φυσιολογικό και το αφύσικο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αξιολογικές προτάσεις. Εκτός των σημασιών που προσδίδει ο άνθρωπος σε ορισμένες συνθήκες, δεν υπάρχουν αρρώστιες ή νόσοι στη φύση. Όλες οι ασθένειες συνιστούν απλώς παρεκκλίσεις από κάποιον κανόνα που έχουμε εμείς οι ίδιοι κατασκευάσει. Καμιά απόδοση ασθένειας σε οποιοδήποτε ον δεν δύναται να υπάρξει, χωρίς την προσδοκία κάποιας άλλης κατάστασης που θεωρείται περισσότερο επιθυμητή. Με άλλα λόγια τόσο η φυσιολογικότητα όσο και η παθολογικότητα διέπονται από νόρμες, δηλαδή κοινωνικοπολιτιστικούς κανόνες από επιθυμητότητες άλλων καταστάσεων που ορίζονται ως κανονικές.

Η θέση της «επινοημένης κανονικότητας» του Sedgwick έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την κατασκευασιοκρατική θεωρία του Foucault (που είδαμε στην αρχή) και αρκετών ψυχιάτρων (Szasz 1960, Laing, Sheff κλπ) που θεωρούν τις λεγόμενες ψυχικές νόσους «ετικέτες».

Παρόμοιες θέσεις έχουν διατυπωθεί και από άλλους στοχαστές όπως ο Engelhard, που θεωρεί ότι η έννοια της υγείας και της κανονικότητας συνιστά περισσότερο αισθητική αξία.
Από τους πρώτους στοχαστές που αμφισβήτησαν την έννοια του φυσιολογικού και του αφύσικου ήταν ο Nietzsche (2001), ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά ότι είναι επικίνδυνο για το ανθρώπινο είδος να λες «ένας άνθρωπος όπως πρέπει να είναι».

Το πρόβλημα για τον αν υπάρχει αντικειμενικά φυσιολογική ή νοσηρή κατάσταση είναι ένα βαθύ φιλοσοφικό πρόβλημα, που ανάγεται στο αν υπάρχουν αντικειμενικές αξίες έξω από το σύστημα των αξιολογητών. Για παράδειγμα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει, ότι επειδή τα έμβια όντα μπορούν να υπάρξουν μόνο σε κατάσταση που υπάρχει οξυγόνο και νερό, το νερό και το οξυγόνο έχουν αντικειμενική αξία από μόνα τους.

Όμως αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένος. Αν δεν υπήρχε κανένα έμβιο ον στον πλανήτη για να πιει ή να αναπνεύσει, δεν θα υπήρχε και κανείς για να αξιολογήσει την αξία τους. Συνεπώς δεν θα είχαν καμιά απολύτως αξία (καμιά μεγαλύτερη αξία από τα υπόλοιπα χημικά στοιχεία τουλάχιστον). Εδώ να σημειωθεί, ότι κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα πάντα στη φύση έχουν αξία. Αλλά το να έχουν τα πάντα αξία ισούται με το τίποτα δεν έχει αξία!). Η αξία λοιπόν του νερού ή του οξυγόνου, σχετίζεται με την ύπαρξη των έμβιων όντων που τα χρησιμοποιούν και άρα αναγνωρίζουν σε αυτά μια χρηστική αξία.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις «βιολογικές αξίες». Για παράδειγμα ένας «ρεαλιστής» ηθικός φιλόσοφος θεωρεί ότι η «υγεία» έχει απόλυτη αξία γιατί είναι προϋπόθεση για τη ζωή. Κάποιος όμως μπορεί να αντιτάξει ότι γι’ αυτόν η «αρρώστια» έχει μεγαλύτερη αξία γιατί του έμαθε να εκτιμά τη ζωή και τις χαρές της, ή να γνωρίσει τον… θεό κλπ… Ή ένας υποστηρικτής της δαρβινικής θεωρίας μπορεί να υποστηρίξει ότι οι αρρώστιες έχουν μεγαλύτερη αξία για τα βιολογικά είδη απ’ ό,τι η υγεία, διότι ενισχύουν τους οργανισμούς και επιτρέπουν την εξέλιξη των ειδών!

Γ. Πέρα από το καλό και το κακό…

Ο Wittgenstein υποστήριξε ότι οι λέξεις, τα λόγια, οι περιγραφές, όπως χρησιμοποιούνται στην επιστήμη, μεταφέρουν μόνο φυσικές σημασίες και νόημα και μπορούν να εκφράσουν μόνο γεγονότα. Μια πρόταση που περιγράφει ένα γεγονός, για παράδειγμα «έξω βρέχει», ονομάζεται περιγραφική πρόταση.

Στη γλώσσα μας όμως χρησιμοποιούμε και άλλου τύπου προτάσεις όπως για παράδειγμα, «ο καιρός είναι καλός», ή «το σεξ είναι απολαυστικό». Αυτές οι προτάσεις δεν εκφράζουν γεγονότα της πραγματικότητας αλλά μεταφέρουν κρίσεις και εκτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Για παράδειγμα μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα μπορεί να είναι υπέροχη για κάποιον που βρίσκεται σε διακοπές, αλλά κακή για κάποιον που πρέπει να διανύσει μια μεγάλη απόσταση φορτωμένος μέσα στην έρημο, ή για κάποιον που καταστρέφονται οι καλλιέργειές του λόγω της ανομβρίας. Αυτές τις προτάσεις τις ονομάζουμε αξιολογικές προτάσεις και εκφράζουν έμμεσα ή άμεσα ένα αίσθημα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.


Μιλώντας για διαστροφή, και αναζητώντας να προσδιορίσουμε ποιες πράξεις είναι διαστροφές, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αποδοκιμάζουμε εμμέσως τις πράξεις αυτές. Ο όρος διαστροφή από μόνος του, είναι ένας αξιολογικά φορτισμένος όρος που δεν περιγράφει στην ουσία κάποια πραγματική κατάσταση, πράξη ή γεγονός. Λέγοντας «αυτός είναι διεστραμμένος» διατυπώνουμε μια αξιολογική πρόταση, μια κρίση.

Κανένα γεγονός από μόνο του (και καμιά πράξη) δεν είναι καλό ή κακό (Πελεγρίνης, 1991). Το ίδιο ισχύει και για τις σεξουαλικές πράξεις. Με αυτό το δεδομένο καμιά σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να περιγραφεί ως αντικειμενικά υγιής ή διεστραμμένη, χωρίς η περιγραφή αυτή να μεταφέρει την υποκειμενική κρίση, ή αξιολόγηση, αυτού που την κάνει. Υπάρχουν συνήθεις και ασυνήθεις σεξουαλικές προτιμήσεις, προτιμήσεις που συναντώνται συχνά και προτιμήσεις που είναι σπάνιες ή λιγότερο σπάνιες. Αυτό όμως είναι μια στατιστική καταγραφή. Δεν έχει να κάνει με το φυσικό ή το αφύσικο και με το καλό ή το κακό. Το να διαπιστώνουμε ότι κάποιος είναι καπνιστής, ή χορτοφάγος, ή κολυμβητής, ή φετιχιστής, ή ζωόφιλος, περιγράφει μια συνήθεια και μια προτίμηση, αλλά αυτό είναι ηθικά αδιάφορο.

Γίνεται ηθικά ενδιαφέρον αν η προτίμηση και η συνήθεια του άλλου, προσκρούει σε κάποια μεγάλη αρχή που έχουμε υιοθετήσει και αποδεχτεί. Για παράδειγμα αν πιστεύουμε ότι είναι σωστή η πρόταση «το κάπνισμα βλάπτει την υγεία του καπνιστή και όσων βρίσκονται τριγύρω του», μπορούμε να θεωρήσουμε αθέμιτο το να καπνίσει κάποιος δίπλα μας, εφ’ όσον πιστεύουμε ότι το κάπνισμα θα μας προξενήσει βλάβη και κάτι τέτοιο βεβαίως δεν το θέλουμε.

Συνεπώς, η συνήθεια και η προτίμηση του καπνιστή, μας αφορά ηθικά από τη στιγμή που πιστεύουμε ότι από την πράξη του θα προκληθεί κάποια συνέπεια η οποία (με βάση την πεποίθηση ή την αρχή μας) θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, εν προκειμένω θα βλάψει, χωρίς τη θέλησή μας, το αναπνευστικό μας σύστημα.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις σεξουαλικές πράξεις που αποδοκιμάζουμε. Η αποδοκιμασία, δεν έχει να κάνει με την πράξη καθεαυτή, αλλά με κάποια ηθική αρχή που θεωρούμε ότι παραβιάζεται ως συνέπεια της πράξης αυτής, ή με τη πρόκληση κάποιας βλάβης που θεωρούμε ότι συμβαίνει. Για παράδειγμα η εκμετάλλευση ενός προσώπου από άλλο πρόσωπο, η μη συναινετική άσκηση σωματικής ή λεκτικής βίας, η πρόκληση ανεπιθύμητου πόνου, ο καταναγκασμός, η απαγωγή, η δουλεία, η τυραννία, η δολοφονία κλπ, θεωρούνται αθέμιτες πράξεις για κάθε ηθικό σύστημα παρόμοιο με το δικό μας, άσχετα με το αν οι πράξεις αυτές συνδέονται ή όχι με κάποια σεξουαλική προτίμηση. Το να εκμεταλλεύεται για παράδειγμα κάποιος ένα ζώο, να το χτυπάει, να το αφήνει νηστικό ή να το δένει, να του επιβάλλει την ισχύ του κλπ είναι ηθικά απαράδεκτο, άσχετα με το αν υπάρχει σεξουαλική ικανοποίηση μέσα από αυτή τη διαδικασία ή όχι.

Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, που βασίζεται στην Αρχή της μη Βλάβης (Mill 1859) (σύμφωνα με την οποία: οι άνθρωποι μπορούν να πράττουν όπως θέλουν, αρκεί οι πράξεις τους να μην βλάπτουν τους άλλους…) μόνο αν μια σεξουαλική πράξη έχει σαν συνέπεια την πρόκληση οποιασδήποτε μορφής βλάβης σε άλλο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης και της προσβολής του ηθικού ή αξιολογικού του συστήματος, χωρίς τη συναίνεση του προσώπου αυτού, μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά και νομικά και να θεωρηθεί αθέμιτη ή και να τιμωρηθεί, όπως κάθε άλλη πράξη που δεν σχετίζεται με το σεξ.

Ο συσχετισμός με το σεξ δεν κάνει μια αθέμιτη πράξη περισσότερο ή λιγότερο αθέμιτη. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η προτεινόμενη διαγραφή των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια της ψυχιατρικής, δεν σημαίνει και την αποποινικοποίηση πράξεων που σχετίζονται με εγκληματική συμπεριφορά. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η επίκληση ψυχικής – διανοητικής διαταραχής από τη νομική υπεράσπιση δίνει ελαφρυντικά σε εγκληματικές συμπεριφορές όπως για παράδειγμα ο βιασμός ενός παιδιού.

Στο ερώτημα λοιπόν αν υπάρχουν διαστροφές, η απάντησή μου είναι αρνητική. Δεν υπάρχουν διαστροφές. Αυτό που υπάρχει είναι συνηθισμένες και λιγότερο συνηθισμένες σεξουαλικές προτιμήσεις και πράξεις χωρίς καμιά αξιολογική ή ηθική βαρύτητα. Ήδη τα τελευταία χρόνια γίνεται συζήτηση απάλειψης του όρου διαστροφή ή παραφιλία (ή οτιδήποτε σχετικό) από το σεξουαλικό λεξιλόγιο (Primotatz 1999, Gray 1978). Πολλοί φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει ότι ο όρος «διαστροφή» είναι αδόκιμος (Priest 1997) και πρέπει να υποκατασταθεί με τον όρο σεξουαλική διαφορετικότητα (LeMoncheck 1997).

Συνοψίζω, υπογραμμίζοντας, ότι καμιά σεξουαλική πράξη από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Αν όμως ως πρόθεση και συνέπεια της πράξης είναι να προκληθεί (μη συναινετική) βλάβη, ή να προσβληθεί (χωρίς συναίνεση) το ηθικό – αξιολογικό σύστημα του άλλου ή των άλλων που συμμετέχουν σε αυτή, τότε ενέχεται θέμα αποτίμησης τόσο των προθέσεων όσο και του αποτελέσματος. Η πρόκληση βλάβης όπως και η προσβολή ηθικών αξιών οποιουδήποτε ηθικού συστήματος, είναι αθέμιτη και αποδοκιμαστέα άσχετα με τις σεξουαλικές μας προτιμήσεις.

Βιβλιογραφία:

Boorse, C. (1976). “What a theory of Mental Health Should Be”. Journal for the theory of Social Behavior, 6
DSM IV: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. (1994). Washington: American Psychiatric Association (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης)
Foucault, M. (1978). Histoire de la Sexualite, I. La volonte de savoir. Paris: Gallimard.
Gray, R. (1978). Sex and Sexual Perversion. Journal of Philosophy 75:4
LeMoncheck, L. (1997). Loose Women, Lecherous Men: A Feminist Philosophy of Sex. New York: Oxford University Press.
Moser, C. (2001). Paraphilia: Another confused sexological concept. In P.J. Kleinplatz (Ed.) New directions in sex therapy: Innovations and alternatives, Philadelphia: Brunner-Routledge.
Moser C, Kleinplatz PJ. (2005). DSM-IV-TR and the paraphilias: An argument for removal. Journal of Psychology and Human Sexuality 17(3/4), 91-109
Multon, J. (2008) Sexual Behavior : Another Position. Περιλαμβάνεται στο Soble, A. & Power, N. (2008) ed. The Philosophy of Sex: Contemporary Readings. Maryland, US: Rowman & Littlefield Publishers.
Nagel, T. (1979) Moral Questions. Cambridge University Press.
Nagel, T. (2008) Sexual Perversion. Περιλαμβάνεται στο Soble, A. & Power, N. (2008) ed. The Philosophy of Sex: Contemporary Readings. Maryland, US: Rowman & Littlefield Publishers.
Nietzsche, F. (2001). Η Θέληση για Δύναμη. Σκόπελος: Εκδόσεις Νησίδες. (πρωτότυπο: Der Wille Zur Macht, fr. 516)
Priest, G. (1997). Sexual Perversion. Australian Journal of Philosophy 75:3.
Primotatz, Ι. (1999). Ethics and Sex. London: Routledge.
Sedgwick, P. (1981). “Illness, mental and otherwise”. Περιλαμβάνεται στο: Coplan, A. Engelhard, H.
McCartney,J. (ed). Concepts of Health and Disease: Interdisciplinary Perspectives. London, 1981.
Solomon, R. (1975) “Sex and Perversion”. Περιλαμβάνεται στο: Baker, R & Elliston, F. (ed,) Philosophy and Sex. ΝΥ: Prometheous.
Szasz, T.S. (1960). “The Myth of Mental Illness”. American Psychologist. Περιλαμβάνεται στο Mappes, T. (1996). Biomedical Ethics. ΝΥ: McGraw-Hill inc.
Szasz, T.S. (1971). The Manufacture of Madness. London: Rouledge and Kegan Paul. Στα Ελληνικά: Η Βιομηχανία της Τρέλας. Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης 2006.
Wittgenstein L.: “A Lecture on Ethics” The Philosophical Review 1/1965.
Γούναρης, Α. (2008) «Διαγνωστικά κριτήρια και Ψυχιατρική Ηθική». Ψυχανεμίσματα: Περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Φαινομενολογικής και Υπαρξιακής Ψυχοθεραπείας, τ.4. Αναδημοσιεύεται στο www.ethics.gr
Κωσταράς, Γ. (2001). Ψυχολογία του Ανθρώπου. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών (έκδοση όγδοη)
Ουλής, Π. (2003). Η Φύση της Ψυχικής Νόσου. Αθήνα: Εξάντας.
Πελεγρίνης, Θ. (1991) «Ο Ηθικός Προσανατολισμός του Wittgenstein» περιλαμβάνεται στο: Πρακτικά του Συμποσίου Wittgenstein. Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη.



alkisgounaris.com