21/5/11

Όταν ο "πιτσιρίκος" ανακάλυψε το σαδομαζοχισμό

Στο διάστημα που είμαι μπλόγκερ είχα μερικές καταπληκτικές και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Μου συνέβησαν πράγματα που νομίζω πως δεν θα μου είχαν συμβεί, αν δεν έμπαινα στον υπέροχο κόσμο της γραφής. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία είναι και αυτή που ακολουθεί:

Μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ένας φίλος που μου λέει πως πρέπει να πάει σε ένα ρεπορτάζ για ένα καινούριο έντυπο που μόλις είχε αναλάβει και με ρωτάει αν θέλω να πάω μαζί για συμπαράσταση.
Εγώ πάντα συμπαραστέκομαι στους φίλους μου, οπότε τον ρώτησα πού θα πάμε για ρεπορτάζ. «Σε ένα μπουρδέλο» μου λέει. Εμένα μου αρέσουν πολύ τα μπουρδέλα, οπότε πλύθηκα, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα, έβαλα καθαρό σώβρακο και πήγα να τον συναντήσω. Μαζί με τον φίλο μου ήταν και ένας ακόμα φίλος – φωτογράφος αυτός. Το ρεπορτάζ –για να ζωντανέψει- θέλει και τις φωτογραφίες του.


Την ώρα που περπατούσαμε, μου εξήγησαν πως το μέρος που θα πάμε δεν είναι μπουρδέλο αλλά χώρος που προσφέρει σαδομαζοχιστικές υπηρεσίες. Εγώ δεν είχα εμπειρία από σαδομαζοχιστικά και τα ρέστα αλλά είμαι πάντα ανοιχτός στη γνώση και την επιμόρφωση. Άνθρωπος αμόρφωτος, ξύλο απελέκητο.

Περπατούσαμε λοιπόν στο κέντρο της Αθήνας, ενώ κάθε τρεις και λίγο διάφορες αλλοδαπές μας διπλάρωναν και μας ενημέρωναν πόσο πάει η πίπα και το πισωκολλητό – έχουν πέσει πολύ οι τιμές. Εμείς δεν τους δίναμε σημασία γιατί είχαμε τον προορισμό μας. «Άσε με» είπα σε μια μελαμψή που με τραβολογούσε, «έχω να κάνω ρεπορτάζ».


Όταν φτάσαμε στο κτίριο όπου βρισκόταν ο χώρος με τις σαδομαζοχιστικές υπηρεσίες, συναντήσαμε και μια φίλη δημοσιογράφο που θα έκανε τις συνεντεύξεις. Ήμασταν πια τέσσερα άτομα – τέτοια αποστολή για ρεπορτάζ, ούτε το BBC δεν κάνει. Αισθάνθηκα πολύ καταξιωμένος.

Μια κυρία μας άνοιξε την πόρτα, μας καλωσόρισε και στη συνέχεια καθίσαμε σε κάτι πάρα πολύ ωραίους καναπέδες. Ο χώρος ήταν πολύ όμορφος και ζεστός– αισθάνθηκα αμέσως σαν στο σπίτι μου. Μας πρόσφερε καφέ και πιάσαμε την κουβέντα για τα σαδομαζοχιστικά. Εγώ είχα φροντίσει στο μεταξύ να ρίξω μια ματιά σε κάτι φυλλάδια που ήταν πάνω στο τραπεζάκι, για να μην είμαι και εντελώς άσχετος και της κάνω κακή εντύπωση.

Απ’ αυτά που μας έλεγε η καλή κυρία –που ήταν η ιδιοκτήτρια του χώρου- κατάλαβα πως υπάρχουν πάρα πολλοί μαζοχιστές στην Ελλάδα. Κάτι είχα υποψιαστεί όλα αυτά τα χρόνια αλλά δεν ήμουν και σίγουρος – δεν το είχα διασταυρώσει. Τέλος πάντων, μας πληροφόρησε ότι πέφτει πολύ ξύλο στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Όταν κάποιοι Έλληνες βασανίζονταν στα κολαστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, κάποιοι άλλοι στήνονταν στην ουρά και πλήρωναν ωραίες κυρίες για να τους κάνουν μαύρους στο ξύλο.

Φυσικά, ανάμεσα στους κυρίους που επισκέπτονται αυτούς τους χώρους υπάρχουν και πολλοί οικογενειάρχες. Λογικό μου φαίνεται αυτό γιατί δεν μπορεί ο άλλος να κάθεται να τον πλακώνει η γυναίκα του μέσα στο σπίτι του με τα μαστίγια. Μπορεί από τα ουρλιαχτά του να ξυπνήσει το παιδί, να ανοίξει ξαφνικά την πόρτα, να δει τον μπαμπά γυμνό και δεμένο με χειροπέδες και τη μαμά από πάνω να τον μαστιγώνει, να του μείνει κάνα τραύμα και -όταν μεγαλώσει- να γίνει αστυνομικός.

Όλοι αυτοί οι Ματατζήδες πρέπει να είχαν πιάσει τη μάνα τους να πλακώνει στα μπουνίδια και τα κλωτσίδια τον πατέρα τους στο κρεβάτι, οπότε – εξαιτίας του οιδιπόδειου συμπλέγματος- έχουν συνέχεια την επιθυμία να σαπίζουν τους άλλους στο ξύλο και να τους ανοίγουν τα κεφάλια. Βέβαια, μπορεί μετά την πορεία, να ντύνονται αντιεξουσιαστές, να πηγαίνουν σε μια κυρία και να της ζητάνε να φορέσει τη στολή τους και να τους πλακώσει με το γκλομπ.

Εγώ είχα ενθουσιαστεί με αυτά που μας έλεγε η καλή κυρία. Μπορεί να μην είχα κάποια σαδομαζοχιστική εμπειρία αλλά όλα αυτά μου φαίνονται φυσιολογικά – όλα όσα γίνονται κοινή συναινέσει ανάμεσα σε ενήλικες φυσιολογικά τα βρίσκω. Μάλλον, επειδή είμαι αστός.
Για να κρύψω την άγνοιά μου για το θέμα –και να μη με περάσει η γυναίκα και για εντελώς άσχετο-, περίμενα να πέσει σιωπή και τότε είπα με στόμφο: «Από αυτά που μας λέτε, είναι ολοφάνερο πως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ νίκησε κατά κράτος τον Μαρξ».

Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να μιλάω και για τη θεωρία της υπεραξίας, αλλά τότε εμφανίστηκε μια θεογκόμενα ντυμένη με δερμάτινα. Πραγματικά, ήταν πανέμορφη. Νέα, ψηλή, λευκό δέρμα και κρεατωμένη στα σωστά σημεία. Αν είναι να σε δείρει μια γυναίκα, αυτή είναι η ιδανική για να το κάνει. Χαλάλι της.

Συστηθήκαμε με την –ας την πούμε- Βαλεντίνα και ανταλλάξαμε πολιτισμένα απόψεις πάνω στα φλέγοντα σαδομαζοχιστικά θέματα. Μετά πήγαμε να δούμε τα δωμάτια. Τους τόπους του μαρτυρίου. Σκεφτόμουν πόσοι συμπατριώτες μας είχαν βασανιστεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα σε αυτά τα δωμάτια και μου ήρθε να κάνω τον σταυρό μου. Ήταν σαν να είχα μπει στα υπόγεια της οδού Μέρλιν, όπου οι Ναζί βασάνιζαν στη διάρκεια της Κατοχής τα παλικάρια μας. Ένιωσα μια τρελή επιθυμία να τραγουδήσω τον εθνικό ύμνο.

Βέβαια, τα δωμάτια ήταν καταπληκτικά –σαν σκηνικό από ταινία- και είχαν μέσα κλουβιά, τραπέζια, μαστίγια, χειροπέδες, δονητές και διάφορα άλλα σκατολοΐδια. Για να είμαι ειλικρινής, όλα αυτά μου φάνηκαν εντελώς ντεκαβλέ – δεν με φτιάχνει ο σαδομαζοχισμός. Ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις.
Επιστρέψαμε στο σαλόνι και συνεχίσαμε τον πολιτισμένο διάλογο πάνω στον σαδομαζοχισμό.
Περιμέναμε να έρθει μια κοπέλα για να φωτογραφηθεί για το ρεπορτάζ – η Βαλεντίνα δεν φωτογραφίζεται. Η κοπέλα δεν ερχόταν και ο φίλος φωτογράφος έπρεπε να φύγει.
Τότε αποφασίστηκε να φωτογραφηθεί η Βαλεντίνα, αφού φορέσει πρώτα μια δερμάτινη κουκούλα. Πήγε, την φόρεσε και επέστρεψε. Ήταν σαν την Catwoman.

Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έγινε αλλά έπρεπε η Βαλεντίνα να φωτογραφηθεί με κάποιον. Αυτός ο κάποιος, όμως, δεν υπήρχε. Οπότε, θα φωτογραφιζόταν ή ο φίλος που με κάλεσε να πάω ή εγώ. Επειδή αυτός δεν ήταν και πολύ πρόθυμος, ο κλήρος έπεσε σε μένα.

Πήγαμε με τον φωτογράφο και τη Βαλεντίνα σε ένα δωμάτιο. Εγώ περίμενα οδηγίες. «Γδύσου» μου λέει η Βαλεντίνα. «Αποκλείεται» της λέω εγώ αποφασιστικά. Είπαμε να τα δώσω όλα για τους φίλους μου αλλά όχι να κάνω και γυμνή φωτογράφηση σαν σκλάβος της αφέντρας. Βέβαια, ευτυχώς που η Βαλεντίνα δεν χρησιμοποίησε το μαστίγιο. Θα είχα γδυθεί στο πιτς φιτίλι από το φόβο μου.

Πάντως, δεν την αδικώ που μου ζήτησε να γδυθώ. Σίγουρα θα την εντυπωσίασαν οι φαρδιές μου πλάτες, τα μπράτσα μου και οι γραμμωμένοι κοιλιακοί μου. Ώρες-ώρες, κι εγώ με χαζεύω στον καθρέφτη. Τέλος πάντων, έβγαλα την μπλούζα μου και με έβαλε να ξαπλώσω στο πάτωμα. Ήμουν εγώ ανάσκελα και η Βαλεντίνα ήταν όρθια από πάνω μου. Ήταν που ήταν ψηλή, τώρα μου φαινόταν θεόρατη.

Φορούσε κάτι τεράστια μυτερά τακούνια και –για τις ανάγκες της φωτογράφησης- εγώ έπρεπε να τα γλείφω. Τα έγλειψα λίγο και μετά άρχισε να με ζουλάει με τις τακουνάρες στο λαιμό και στις θηλές. «Πονάω» της είπα, αλλά αυτή γελούσε. Ε βέβαια, θα πρέπει να είχε ακούσει τη λέξη «πονάω» εκατομμύρια φορές στη ζωή της. Όπως ήταν από πάνω μου και με πατούσε στο στέρνο, μου λέει ξαφνικά με νάζι: «Εγώ θέλω να σε πατήσω και κάπου αλλού». «Μην το κάνεις!» της λέω και πετάχτηκα πάνω. Αυτή είχε πεθάνει στα γέλια.

Πήγα πάλι στο σαλόνι, ενώ ο φωτογράφος συνέχισε να φωτογραφίζει τη Βαλεντίνα.
Αφού μιλήσαμε για λίγο ακόμα με την ιδιοκτήτρια, την ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και την χαιρετήσαμε επειδή είχαμε μια πάρα πολύ σημαντική και επείγουσα δουλειά: έπρεπε να πάμε για καφέ. Λίγες ημέρες αργότερα, με πληροφόρησαν πως η ιδιοκτήτρια ήθελε να με ξαναδεί. Ήθελε να με ξαναδεί –και σοβαρολογώ- επειδή με γούσταρε.

Δεν την αδικώ καθόλου –και θα την επιβραβεύσω για το καλό της γούστο-, αλλά ήταν μάλλον η μοναδική φορά στη ζωή μου που δεν ένιωσα κολακευμένος από το ενδιαφέρον μιας γυναίκας.
Είναι επειδή συνειδητοποίησα πως σε τέτοιες περιπτώσεις το «σε γουστάρω» σημαίνει «θέλω να σε δείρω». Μπορεί και τίποτα χειρότερο.

(Γι’ αυτό σας λέω, κάντε ένα μπλογκ. Θα ζήσετε πολύ συναρπαστικές εμπειρίες.)

pitsirikos.net