6/10/17

Η Ζωή του ντε Σαντ, από τον Roland Barthes


Δεν είμαστε πιο ένοχοι όταν ακολουθούμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας που μας κυβερνούν, από ό,τι είναι ο Νείλος για τις πλημμύρες του ή η θάλασσα για τα κύματά της.
Μαρκήσιος Ντε Σαντ

1. Ετυμολογική αλυσίδα: Sade, Sado, Sadone, Sazo, Sauza (το χωριό Saze). Και πάλι, χαμένο μέσα σ’ αυτή την καταγωγή, το διαβολικό γράμμα. Για να προφέρουμε το καταραμένο όνομα, με την τόσο λαμπερή μορφή του (έχει δώσει μορφή σε ένα κοινό ουσιαστικό), αυτό το γράμμα που συνθλίβει, το z, όπως λέμε στα Γαλλικά τη λέξη ζέβρες, μας οδηγεί στο πιο τρυφερό οδοντικό.

2. Οι άνθρωποι που ζουν σήμερα στο Saint-Germain-des-Présπρέπει να θυμούνται ότι κατοικούν σε μία έκφυλη Σαδική περιοχή. Ο ντε Σαντ γεννήθηκε σε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο de Conde, κάπου ανάμεσα στην οδό Monsieur-le-Prince και στην οδό deConde. Βαφτίστηκε στην εκκλησία Saint-Sulpice. Το 1777 τον συνέλαβαν με ειδική βασιλική εντολή κράτησης (lettre de cachet) στο ξενοδοχείο de Danemark, στην οδό Jacob (αυτόν τον ίδιο δρόμο όπου η Γαλλική έκδοση αυτού του βιβλίου εκδίδεται αυτή τη στιγμή) και από εκεί τον μετέφεραν στα μπουντρούμια της φυλακής του Βενσέν.

3. Την άνοιξη του 1779, όταν ο ντε Σαντ φυλακίστηκε στο Βενσέν, έλαβε μία επιστολή που έλεγε ότι ο οπωρώνας στη Λακόστ ήταν υπέροχος: ανθισμένες κερασιές, μηλιές, αχλαδιές, κληματαριές με λυκίσκο, με σταφύλια, εκτός από τα θεόρατα κυπαρίσσια και τις βελανιδιές. Για τον ντε Σαντ, η Λακόστ ήταν ένας ολοκληρωμένος τόπος, πολλαπλά: πρώτα απ’ όλα ανήκε στην περιοχή της Provence, που ήταν ο τόπος καταγωγής, και αποτελούσε για τον ίδιο την Επιστροφή (κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους της ζωής του, ο ντε Σαντ, αν και φυγάς, επέμενε να επιστρέφει εκεί, περιφρονώντας τη σύνεση της κοινής λογικής). Δεύτερον: ήταν ένας τόπος εξουσίας, η μινιατούρα μίας ολοκληρωμένης κοινωνίας στην οποία αυτός ήταν ο απόλυτος άρχοντας και η οποία ήταν η μοναδική πηγή του εισοδήματός του, τόπος για μελέτη (η βιβλιοθήκη του ήταν εκεί), τόπος για θέατρο (ανέβαζε κωμωδίες), και τόπος ακολασίας (ο ντε Σαντ είχε υπηρέτες και υπηρέτριες, νεαρές χωριατοπούλες, νεαρούς γραμματείς, που τους έφερνε για συνεδρίες στις οποίες ήταν παρούσα και η Μαρκησία). Επομένως, ο ντε Σαντ επέμενε να επιστρέφει στην Λακόστ μετά τα ταραχώδη ταξίδια του, όχι για να εξαγνιστεί στην εξοχή, όπως ο εγκληματίας της Ζούγκλας της Ασφάλτου που επιστρέφει για να πεθάνει μπροστά στην καγκελόπορτα, στο αγρόκτημα όπου γεννήθηκε. Για τον ίδιο, αυτή η επιστροφή είχε πάντα ένα πολλαπλό, προκαθορισμένο και, κατά πάσα πιθανότητα, αντιφατικό νόημα.

4. Την Κυριακή του Πάσχα του έτους 1768, στις 9 το πρωί, στην Πλατεία desVictoires, ο ντε Σαντ συνόδευε την Rose Keller, μία ζητιάνα (την οποία θα μαστίγωνε μετά από λίγες ώρες στο σπίτι της στην Arcueil). Ο νεαρός ντε Σαντ (ήταν είκοσι-οκτώ ετών) φορούσε μία γκρίζα ρεντιγκότα, κρατούσε μπαστούνι, ένα κυνηγετικό μαχαίρι – και ένα λευκό γούνινο μανσόν για τα χέρια. (Κι έτσι, σε μία εποχή που οι φωτογραφίες ταυτότητας δεν υπήρχαν, είναι παράδοξο το ότι η αναφορά της αστυνομίας αποκαλύπτει το σημαίνον στην περιγραφή του ρουχισμού του υπόπτου, όπως αυτό το πικάντικο λευκό μανσόν, το οποίο προφανώς επιλέχθηκε για να ικανοποιήσει τις αρχές της αισθητικής που φαίνεται ότι πάντα καθόριζαν τις σαδιστικές δραστηριότητες του Μαρκήσιου – αλλά όχι όλων των σαδιστών.)

5. Ο ντε Σαντ βρίσκει ευχαρίστηση σε θεατρικά κοστούμια (μορφές που δημιουργούν έναν ρόλο). Τα φορούσε στην καθημερινή του ζωή. Όταν μαστίγωσε την Rose Keller, μεταμφιέστηκε σε εκτελεστή σωματικών ποινών μαστιγώματος (με ένα γιλέκο χωρίς μανίκια, φορεμένο απευθείας πάνω στο γυμνωμένο του στήθος, με ένα μαντήλι γύρω στο μέτωπό του, όπως αυτά που φορούν οι νεαροί Γιαπωνέζοι μάγειρες όταν κόβουν επιδέξια σε φέτες ζωντανά χέλια). Αργότερα, θα ορίσει για τη γυναίκα του τα ρούχα του πένθους που πρέπει να φορέσει για να επισκεφτεί τον φυλακισμένο, δυστυχή σύζυγό της: πρέπει να ντυθεί με όσο πιο σκούρα χρώματα γίνεται, με το στήθος καλυμμένο, «με ένα πολύ, πολύ μεγάλο γυναικείο καπέλο να σκεπάζει τα μαλλιά, που θα είναι μόνο χτενισμένα, όχι κάποιο πολύπλοκο χτένισμα, ένα απλό σινιόν, χωρίς πλεξούδες».

6. Οικιακός Σαδισμός: στη Μασσαλία, ο ντε Σαντ ζητά από την MarianneLavergneνα τον μαστιγώσει με ένα ρολό για περγαμηνές, στο οποίο επιχειρεί να τοποθετήσει λυγισμένες βελόνες που βγάζει από την τσέπη του. Η κοπέλα λιγοψυχά μπροστά σε ένα αντικείμενο για τόσο συγκεκριμένες λειτουργίες (όπως θα ήταν ένα χειρουργικό εργαλείο) και ο Ντε Σαντ διατάζει την υπηρέτρια να φέρει μία σκούπα φτιαγμένη από κλαδιά. Αυτό το εργαλείο είναι πιο οικείο στην Marianne και δεν διστάζει να το χρησιμοποιήσει για να μαστιγώσει τον ντε Σαντ στα πισινά.

7. Η Κυρία Προέδρου ντε Μοντρέϊγ ήταν αντικειμενικά υπεύθυνη για τις διώξεις του γαμπρού της κατά τη διάρκεια της νεαρής του ηλικίας (μήπως ήταν ερωτευμένη μαζί του; Μια μέρα, κάποιος σφύριξε στη Μαρκησία ότι η Κυρία Προέδρου «λάτρευε τον Μαρκήσιο μέχρι θανάτου»). Η εντύπωση που έχουμε για τον χαρακτήρα της πάντως, είναι ότι ένιωθε συνεχή φόβο: φοβόταν τα σκάνδαλα, τα «προβλήματα». Ο ντε Σαντ φαίνεται πως ήταν ένα ενοχλητικό θύμα, που είχε πάντα την τελευταία λέξη. Σαν ένα κακομαθημένο παιδί, τυραννούσε συνέχεια τους αξιοπρεπείς και κομφορμιστές συγγενείς του, «πειράζοντάς» τους (το πείραγμα είναι ένα από τα πιο σαδιστικά πάθη). Όπου κι αν πάει, προκαλεί την φρίκη και την ταραχή κάθε φύλακα της τάξης. Όποιος αναλαμβάνει την ευθύνη του περιορισμού του στο κάστρο του Μιολάν (ο Βασιλιάς της Σαρδηνίας, ο ιερέας, ο πρέσβης, ο κυβερνήτης) χάνει τον ύπνο του με την σκέψη ότι ο φυλακισμένος ίσως δραπετεύσει – πράγμα που όντως συμβαίνει. Σχηματίζεται ένα αισθητικά όμορφο ντουέτο ανάμεσα στον ίδιο και στους διώκτες του. Είναι το διαβολικό θέαμα ενός ζωηρού, κομψού κτήνους, πεισματάρικου και ευρηματικού, ευέλικτου και ανθεκτικού, που συνεχώς ξεφεύγει και συνεχώς επιστρέφει στην ίδια περιοχή, ενώ οι γιγάντιες μαριονέτες, άκαμπτες, δειλές, πομπώδεις, προσπαθούν απλά να τον περιορίσουν (και όχι να τον τιμωρήσουν – αυτό θα συμβεί πολύ αργότερα).

8. Αν διαβάσουμε τη βιογραφία του Μαρκήσιου αφού διαβάσουμε το έργο του, θα καταλάβουμε αμέσως ότι έχει μεταφέρει ένα κομμάτι του έργου του μέσα στη ζωή του – και όχι το αντίθετο, όπως θα επέμενε ίσως η επιστήμη της λογοτεχνικής ερμηνείας, όπως αποκαλείται. Τα «σκάνδαλα» της ζωής του ντε Σαντ δεν είναι «μοντέλα» ανάλογων καταστάσεων που αντέγραψε από τα βιβλία του. Οι πραγματικές σκηνές και οι φανταστικές δεν σχετίζονται άμεσα. Όλες τους είναι παράλληλα βιώματα, άλλα πιο έντονα και άλλα λιγότερο (πιο έντονα στο έργο του παρά στη ζωή του), ενός σκηνικού που είναι απόν, ασχημάτιστο αλλά που έχει ήδη αρθρωθεί, για το οποίο ο τόπος σχηματισμού και άρθρωσης μπορεί να είναι μόνο η γραφή. Το έργο και η ζωή του ντε Σαντ διασχίζουν αυτό τον τόπο γραφής ισότιμα και εκ παραλλήλου.

9. Επιστρέφοντας στη Γαλλία από την Ιταλία, ο ντε Σαντ έστειλε από τη Νάπολη στη Λακόστ δύο μεγάλα μπαούλα: το δεύτερο, που ζύγιζε 600 κιλά, ταξίδεψε με το πλοίο Η Ευχάριστη Μαίρη (Aimable Marie). Περιείχε: «μάρμαρα, πέτρες, ένα βάζο ή έναν αμφορέα για Ελληνικό ρετσινωμένο κρασί, πορτατίφ αντίκες, μπουκαλάκια σε Ελληνικό και Ρωμαϊκό στυλ, μετάλλια, ειδώλια, ακατέργαστες και κατεργασμένες πέτρες από τον Βεζούβιο, μία εκλεπτυσμένη επιτάφια υδρία, σε άριστη κατάσταση, Ετρουσκικά βάζα, ένα αγαλματίδιο από σερπεντίνη, ένα κομμάτι ηφαιστειακού νιτρικού άλατος, επτά σφουγγάρια, μία συλλογή από βότσαλα, έναν μικροσκοπικό ερμαφρόδιτο και ένα βάζο με λουλούδια...ένα μαρμάρινο πιάτο διακοσμημένο με εξαιρετικά αληθοφανή λουλούδια όλων των ειδών, συρταριέρες από Βεζουβιανό μάρμαρο, ένα Σαρακηνό buccheriniή φλιτζάνι, ένα Ναπολιτάνικο μαχαίρι, χρησιμοποιημένα ρούχα και γκραβούρες... Proofs of Religion (Οι Αποδείξεις της Θρησκείας), ένα δοκίμιο σχετικά με την ύπαρξη του Θεού... The Rejected Tithe (Η Απόρριψη της Δεκάτης), ένα αλμανάκ με θεατρικά έργα, The Gallant Saxon (Ο Ευγενής Σάξονας), ένα στρατιωτικό αλμανάκ, τις επιστολές της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ… ένα λεξικό με ρύμες» (LéLy, i, 568). Αυτή η ποικιλία των ειδών είναι πράγματι άξια των Bouvardκαι Pecuchet: χρειαζόμαστε μόνο μερικά ελλειπτικά πλάνα ακόμα, κάποια στοιχεία άνευ εμφανούς σύνδεσης, έτσι ώστε να αναγνωρίσουμε εδώ λίγη από την πληθωρικότητα του βιρτουόζου Flaubert. Με τη διαφορά ότι ο Μαρκήσιος δεν κατέγραψε ο ίδιος τα αντικείμενα της συλλογής αυτής, αλλά είναι εκείνος που τη δημιούργησε, δίνοντας έναν τόσο ετερόκλητο πολιτιστικό χαρακτήρα που αποτελεί χλεύη προς τον ίδιο τον πολιτισμό. Διπλή απόδειξη: όχι μόνο της μπαρόκ ενέργειας, η οποία διέπνεε τον ντε Σαντ, αλλά και της συγγραφικής ζωντάνιας η οποία διαποτίζει τη δράση του.

10. Ο ντε Σαντ είχε διάφορους νεαρούς γραμματείς (τον Reillanne, τον νεαρό Malatie ή Lamalatie, τον Rolland, τον Lefevre, τον οποίο ζήλευε και του οποίου το πορτραίτο τρύπησε με ένα μαχαίρι), και ήταν μέρος του σαδικού παιχνιδιού με την έννοια ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους και στη συγγραφή και στην ακολασία.

11. Οι φυλακίσεις του ντε Σαντ ξεκίνησαν το 1763 (ήταν είκοσι-τριών) και τελείωσαν με το θάνατό του το 1814. Αυτές οι σχεδόν συνεχόμενες φυλακίσεις καλύπτουν όλα τα τελευταία χρόνια του Παλαιού Καθεστώτος, την επανάσταση και την Αυτοκρατορία, με λίγα λόγια διατρέχουν τις τεράστιες αλλαγές που ήταν το επίτευγμα της μοντέρνας Γαλλίας. Επομένως είναι εύκολο να κατηγορήσουμε, πίσω από τα διάφορα καθεστώτα που φυλάκισαν τον Μαρκήσιο, μία υψηλότερη οντότητα, μία σταθερή πηγή καταπίεσης (κυβέρνηση ή κράτος) που είδε στον ντε Σαντ την ανηθικότητα όσο και την ανατρεπτικότητα.
Ο ντε Σαντ μοιάζει με έναν παραδειγματικό ήρωα της αιώνιας διαμάχης. Αν δεν ήταν τόσο τυφλοί (αφού ήταν μπουρζουάδες, πώς θα μπορούσαν να μην είναι; ) ο Michelet και ο Hugo θα μπορούσαν να τον είχαν υμνήσει σαν μάρτυρα της ελευθερίας. Σε αντίθεση με αυτή την τόσο πρόσφορη εικόνα, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι φυλακίσεις του ντε Σαντ ήταν ιστορικές, αντλούσαν το νόημά τους από τη σύγχρονη Ιστορία και εφόσον αυτή η Ιστορία ήταν η ιστορία της κοινωνικής αλλαγής, υπήρχαν στις φυλακίσεις του ντε Σαντ τουλάχιστον δύο διαδοχικές και διαφορετικές αποφάσεις και, για να μιλήσουμε με αφηρημένους όρους, δύο φυλακές. Η πρώτη (στο Βενσέν, στη Βαστίλη, μέχρι την απελευθέρωση του ντε Σαντ από την Επανάσταση που μόλις γεννιόταν) δεν ήταν αποτέλεσμα του Νόμου. Αν και ο ντε Σαντ είχε περάσει από δίκη και είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το Κοινοβούλιο της Aix-en-Provence για σοδομισμό (για την υπόθεση της Μασσαλίας), και συνελήφθη το 1777 στην οδό Jacobμετά από πολλά χρόνια διαφυγής του και μετά από μυστικές επιστροφές στην Λακόστ, η σύλληψή του έγινε με ειδική βασιλική εντολή κράτησης (μετά από παραίνεση της Κυρίας Προέδρου ντε Μοντρέϊγ). Η κατηγορία του σοδομισμού αποσύρθηκε και η απόφαση αναιρέθηκε, παρόλα αυτά επέστρεψε στη φυλακή, αφού η βασιλική εντολή κράτησης, άσχετα από την απόφαση του δικαστηρίου, συνέχισε να έχει ισχύ. Και το ότι αφέθηκε ελεύθερος έγινε λόγω της κατάργησης της βασιλικής εντολής κράτησης από τη Συνταγματική Συνέλευση το 1790. Έτσι είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι η πρώτη φυλάκιση του ντε Σαντ δεν είχε απολύτως κανένα ποινικό ή ηθικό νόημα. Στόχευε στην ουσία στη διατήρηση της τιμής της οικογενείας ντε Σαντ - Μοντρέϊγ παρά τις περιπέτειες του Μαρκησίου. Ο ντε Σαντ θεωρούνταν λιμπερτίνος σε «περιορισμό», μία οικογενειακή οντότητα που έπρεπε να σωθεί. Το πλαίσιο αυτής της πρώτης φυλάκισης είναι φεουδαρχικό. Πρόκειται για προσταγές της φυλής, όχι της ηθικής.
Ο βασιλιάς, που εκδίδει την εντολή κράτησης, είναι απλά το χέρι του λαού. Η δεύτερη φυλάκιση του ντε Σαντ (από το 1801 έως το θάνατό του: στην Sainte-Pelagie, στο Bicetre, και στο Σαραντόν) είναι διαφορετική: η Οικογένεια έχει εξαφανιστεί, το αστικό Κράτος έχει κυριαρχήσει, αυτό είναι που φυλακίζει τον ντε Σαντ (και όχι η συντηρητική πεθερά του), με την κατηγορία ότι έγραψε τα προκλητικά βιβλία του (αν και πάλι δεν υπήρξε η έννοια της δίκης περισσότερο από την πρώτη φορά). Υπάρχει σύγχυση (από την οποία υποφέρουμε ακόμη) ανάμεσα στην ηθική και στην πολιτική. Αυτή η σύγχυση ξεκίνησε με το Επαναστατικό Δικαστήριο (γνωστές οι θανατικές ποινές που εξέδιδε πάντα), που συμπεριέλαβε στους εχθρούς του λαού «άτομα που επεδείκνυαν ηθική εξαχρείωση». Συνεχίστηκε με τις διακηρύξεις των Ιακωβίνων («Περηφανεύεται», έλεγαν οι σύντροφοι του ντε Σαντ στο Piques, «ότι τον έκλεισαν στη Βαστίλη κατά τη διάρκεια του Παλαιού Καθεστώτος, επειδή παριστάνει τον πατριώτη, ενώ αν δεν ήταν μέλος της κάστας των ‘ευγενών’, θα είχε τιμωρηθεί παραδειγματικά». Με άλλα λόγια, η ισότητα των μπουρζουάδων τον είχε ήδη μετατρέψει, κατόπιν εορτής, σε έναν ανήθικο εγκληματία). Μετά, με τις διακηρύξεις των Ρεπουμπλικάνων («η Ζυστίν», είπε ένας δημοσιογράφος το 1799, «είναι ένα έργο τόσο επικίνδυνο όσο η βασιλική εφημερίδα Le Necessaire, γιατί αν το θεμέλιο των ρεπουμπλικάνων είναι το θάρρος, αυτό που τελικά τους κρατάει όρθιους είναι η ηθική, η καταστροφή της οποίας πάντα θα οδηγεί στην πτώση αυτοκρατοριών»). Και τέλος, μετά το θάνατο του ντε Σαντ, συνεχίστηκε με τις διακηρύξεις των μπουρζουάδων (Royer-Collard, JulesJanin, κλπ). Η δεύτερη φυλάκιση του ντε Σαντ (όπου παραμένει φυλακισμένος μέχρι σήμερα, αφού τα βιβλία του δεν πωλούνται ελεύθερα στη Γαλλία) δεν οφείλεται πλέον σε μία οικογένεια που προστατεύει τον εαυτό της, αλλά στο μηχανισμό ενός ολόκληρου Κράτους (δικαιοσύνη, εκπαίδευση, ο τύπος, η κριτική), το οποίο – στην απουσία της Εκκλησίας – λογοκρίνει όσον αφορά την ηθική και ελέγχει την λογοτεχνική παραγωγή. Η πρώτη φυλάκιση του ντε Σαντ ήταν φυλετική (έτσι ωμά). Η δεύτερη ήταν (είναι ακόμα) ποινική, ηθική. Η πρώτη γεννήθηκε από ένα έθιμο, η δεύτερη από μία ιδεολογία. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για τη δεύτερη φυλάκιση του ντε Σαντ, χρειάστηκε να κινητοποιηθεί μία φιλοσοφία που βασιζόταν ολοκληρωτικά στο τί είναι κανονικότητα και τί παρεκτροπή. Ο ντε Σαντ κλείστηκε στο μπουντρούμι με το πρόσχημα της παραφροσύνης επειδή έγραψε τα βιβλία που έγραψε.

12. Σε κάποιες από τις επιστολές που έλαβε ή έγραψε στο Βενσέν ή στη Βαστίλη, ο ντε Σαντ παρατήρησε ή έβαλε ο ίδιος αριθμητικές παρεμβολές, τις οποίες ονόμασε σινιάλα. Αυτά τα σινιάλα τον βοήθησαν να φαντάζεται ή ακόμη και να αντιλαμβάνεται (αν υποθέσουμε ότι είχαν παρεμβληθεί επίτηδες από το άτομο με το οποίο αλληλογραφούσε, διαφεύγοντας της λογοκρισίας) τον αριθμό των ημερών που μεσολαβούσε ανάμεσα στην παραλαβή της επιστολής και μία επίσκεψη της γυναίκας του, την άδεια για έναν υπαίθριο περίπατο ή την ελευθερία του. Αυτά τα σινιάλα ήταν ως επί το πλείστον κακόβουλα («Το αριθμητικό σύστημα δουλεύει εναντίον μου...»). Αυτή η εμμονή του με τους αριθμούς μπορεί να ιδωθεί με πολλούς τρόπους: πρώτον, ως μία νευρωτική άμυνα.
Στα έργα του, ο ντε Σαντ ασχολείται συνεχώς με την καταγραφή σαν να ήταν λογιστής: είδη θεμάτων, είδη οργασμών, είδη θυμάτων και πάνω απ’ όλα, όπως ο Ιγνάτιος Λογιόλα, σε μία καθαρά ψυχαναγκαστική στροφή, υπολογίζει τις δικές του παραβλέψεις, τα δικά του λάθη του σ’ αυτή την καταγραφή. Δεύτερον, οι αριθμοί, όταν αναστατώνουν ένα κατά τα άλλα λογικό σύστημα (μπορούμε μάλλον να πούμε ότι παρεμβάλλονται επίτηδες για να το αναστατώσουν), έχουν τη δύναμη να σοκάρουν με έναν σουρεαλιστικό τρόπο: «Στις 18 του μήνα στις 9 η ώρα, το ρολόι χτύπησε 26 φορές», σημειώνει ο ντε Σαντ στο Ημερολόγιό του. Τέλος, οι αριθμοί είναι ο θριαμβευτικός δρόμος που οδηγεί στο σημαίνον (αυτό είναι λογοπαίγνιο με την ομοιότητα στη γαλλική γλώσσα ανάμεσα στην προφορά του αορίστου του ρήματος «τελειώνω», vint, και στον αριθμού είκοσι, vingt): («Τις προάλλες, επειδή χρειαζόμασταν ένα 24, έναν λακέ που να παίζει τον Monsieur Le Noir [έναν αστυνόμο], και επειδή έπρεπε να γράψω μία επιστολή προς τον Monsieur Le Noir, τελείωσα στις 4 (vintle 4), και άρα έχουμε 24 (vingtquatre)». Η Αρίθμηση είναι η αρχή της συγγραφής, το απελευθερωτικό της πλαίσιο: μία συνάφεια που μάλλον επικρίνεται στην ιστορία της ιδεογραφίας, αν πιστέψουμε το σύγχρονο έργο του J.-L. Schefer σχετικά με τα ιερογλυφικά και τη σφηνοειδή γραφή. Η φωνολογική θεωρία της γλώσσας (Jakobson) απομακρύνει πάρα πολύ τον γλωσσολόγο από τη γραφή: οι υπολογισμοί θα τον φέρουν πιο κοντά σε αυτή.

13. Ο ντε Σαντ είχε μία φοβία: τη θάλασσα. Τί πρέπει να δοθεί στα παιδιά του σχολείου ως ανάγνωσμα: το ποίημα του Μπωντλαίρ («ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα...») ή η παραδοχή του ντε Σαντ («πάντα φοβόμουν και μισούσα τη θάλασσα...»);

14. Ένας από τους βασικούς διώκτες του ντε Σαντ, ο Αστυνόμος Σαρτίν, υπέφερε από μία ψυχολογική πάθηση, η οποία σε μία δίκαιη κοινωνία (ίσων) θα είχε προκαλέσει την φυλάκισή του για τον ίδιο λόγο όπως αυτή του θύματός του: είχε φετίχ με τις περούκες. «Η συλλογή του συμπεριελάμβανε όλα τα είδη περούκας και όλα τα μεγέθη: τις φορούσε ανάλογα την περίσταση. Είχε στην κατοχή του, ανάμεσα σε άλλες, μία περούκα για καλή τύχη (με πέντε μπουκλίτσες που κρέμονταν χαριτωμένα) και μία περούκα για να ανακρίνει εγκληματίες, ένα είδος φιδίσιας κόμμωσης που την αποκαλούσε η ανηλεής» (Lély, II, 90). Γνωρίζοντας την φαλλική αξία της πλεξούδας, μπορούμε να φανταστούμε πώς ο ντε Σαντ πρέπει να λαχταρούσε να κουρέψει τα περουκίνια του μισητού μπάτσου.

15. Στο κοινωνικό παιχνίδι της εποχής του, διπλά πολύπλοκο καθώς – σπάνια στην ιστορία– ήταν και σύγχρονο και διαχρονικό, αφού επεδείκνυε το (στάσιμο όπως φαινόταν) ταμπλό των τάξεων που υπήρχαν κατά το Παλαιό Καθεστώς και τις ταξικές αλλαγές (υπό την επιρροή της Επανάστασης), ο ντε Σαντ ήταν εξαιρετικά κινητικός: ένας κοινωνικός μπαλαντέρ, ικανός να κατέχει οποιαδήποτε θέση στο ταξικό σύστημα. Κύριος της Λακόστ, παραγκωνίστηκε στην καρδιά της Δεσποινίδος Κολέ από έναν μπουρζουά, έναν τύπο που εισέπραττε ενοίκια, ο οποίος χάρισε στην ηθοποιό ένα υπέροχο sultan (τουαλέτα με καθρέπτη). Αργότερα, ως μέλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην περιοχή Piques, υιοθέτησε την κοινωνικά ουδέτερη στάση ενός μορφωμένου ανθρώπου, ενός δραματουργού.

Όταν τον έβγαλαν από τη λίστα των μεταναστών και λόγω ενός μπερδέματος με το όνομά του, το οποίο συνεχίζει μέχρι σήμερα, μπόρεσε (ή τουλάχιστον μπόρεσε η οικογένειά του) να εμφανίζεται όπως το επιθυμούσε, ανάλογα με τις διάφορες στιγμές της Ιστορίας σε αυτό το γαϊτανάκι των κοινωνικών τάξεων. Τιμά την κοινωνιολογική ιδέα σχετικά με την κοινωνική κινητικότητα, αλλά με μία παιγνιώδη έννοια. Κινείται προς τα πάνω ή προς τα κάτω στην κοινωνική κλίμακα σαν να ήταν το τζίνι του μπουκαλιού. Μία αντανάκλαση, και πάλι με την κοινωνικο-οικονομική έννοια του όρου, αντανάκλαση όχι σαν μίμηση ή προϊόν μίας απόφασης, αλλά ως το ασυναίσθητο παιχνίδισμα ενός καθρέφτη. Σ’ αυτό το καρουσέλ, υπάρχει ένα σταθερό σημείο: τα ήθη, ο τρόπος ζωής, που ήταν σχεδόν πάντα αριστοκρατικός.

16. Ο ντε Σαντ αγαπούσε πολύ τα σκυλιά, τα σπάνιελ και τα σέτερ. Είχε σκυλιά στοΜιολάν, τα ζήτησε και στοΒενσέν. Στο όνομα ποιού ηθικού (ή χειρότερα: ανδροπρεπή) νόμου θα έπρεπε η μέγιστη των ανατροπών να αποκλείει μία μικρή αδυναμία, την αγάπη για τα ζώα;
Re-invent yourself.

17. Στο Βενσέν το 1783, η διοίκηση της φυλακής απαγόρευσε στον φυλακισμένo να παραλάβει τις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ. Ο ντε Σαντ σχολιάζει: «Με τιμά το ότι σκέφτονται πως το βιβλίο ενός ντεϊστή συγγραφέα θα μπορούσε να είναι κακή επιρροή για μένα: μακάρι να μπορούσε να είναι εδώ που έχω φτάσει...Πρέπει να καταλάβετε ότι, το σημείο όπου βρίσκεται κάποιος είναι αυτό που κάνει κάτι καλό ή κακό, και όχι το ίδιο το πράγμα...Ξεκινήστε από κει, αγαπητοί κύριοι, και στείλτε μου το βιβλίο που ζήτησα, σκεφτείτε λογικά και καταλάβετε ότι για σκληροπυρηνικά προκατειλημμένα άτομα όπως είστε εσείς, ο Ρουσσώ μπορεί να είναι ένας επικίνδυνος συγγραφέας και αυτό κάνει το βιβλίο του τέλειο για μένα. Ο Ζαν Ζακ είναι για μένα αυτό που είναι για σας η Μίμηση του Χριστού...» Η λογοκρισία είναι απεχθής σε δύο επίπεδα: επειδή είναι καταπιεστική και επειδή είναι κάτι ηλίθιο. Γι αυτό έχουμε την αντιφατική τάση να την καταπολεμούμε και να της διδάσκουμε ένα μάθημα.

18. Όταν ο ντε Σαντ μεταφέρθηκε ξαφνικά από το Βενσέν στη Βαστίλη, δημιούργησε μεγάλη φασαρία γιατί δεν του επετράπη να πάρει μαζί του το μεγάλο μαξιλάρι του, χωρίς το οποίο δεν μπορούσε να κοιμηθεί, καθώς κοιμόταν με το κεφάλι του ασυνήθιστα ψηλά: «Τί βάρβαροι!»

19. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, το πάθος του Μαρκήσιου ντε Σαντ δεν ήταν ερωτικό (ο ερωτισμός είναι πολύ διαφορετικός από το πάθος). Ήταν θεατρικό: νεανικές σχέσεις με διάφορες νεαρές κυρίες της Όπερας, η πρόσληψη του ηθοποιού Bourdaisγια να παίζει για έξι μήνες στη Λακόστ και μέσα στο μαρτύριό του, μία έμμονη ιδέα: να βλέπει τα θεατρικά του να ανεβαίνουν. Δεν είχε βγει καλά καλά από τη φυλακή (1790) και έκανε επανειλημμένες κρούσεις στους ηθοποιούς της ComédieFrançaise. Και τέλος, φυσικά, το θέατρο στο Σαρεντόν.

20. Μία πολλαπλότητα την οποία ο ντε Σαντ γνώριζε καλά, αφού την χλευάζει και ο ίδιος: το 1793, ο Πολίτης Σαντ προτείνεται ως ένορκος σε ένα αστικό δικαστήριο (ένα θέμα πλαστών χρεογράφων): η διπλή ακροαματική διαδικασία του Σαδικού κειμένου (του οποίου τμήμα είναι η ζωή του ντε Σαντ): ο απολογούμενος για τα εγκλήματά του και ο δικαστής ταυτίζονται επιτέλους στο ίδιο άτομο, καθώς ο αναγραμματισμός του Saussure αποτυπώνεται σε ένα Σανσκριτικό κείμενο (αλλά τί απομένει από ένα άτομο που υποβάλλει τον εαυτό του με τόση προθυμία σε μία διπλή επιγραφή; )

21. Η Φιλοσοφία της Πτέρυγας: Φυλακισμένος στην Αγία Πελαγία (στην ηλικία των εξήντα-τριών ετών), ο ντε Σαντ, από ότι μαθαίνουμε, χρησιμοποίησε «κάθε μέσο της φαντασίας του...για να σαγηνεύσει και να διαφθείρει τους νέους (να σβήσει τη γλιστερή δίψα του με νεαρούς ανόητους) που ήταν κι εκείνοι φυλακισμένοι στην Αγία Πελαγία λόγω κάποιων ατυχών συγκυριών και τους είχαν βάλει κατά τύχη στην ίδια πτέρυγα με τον ίδιο».

22. Η κάθε φυλάκιση είναι ένα σύστημα: μία σκληρή μάχη λαμβάνει χώρα μέσα σ’ αυτό το σύστημα, όχι για να απελευθερωθεί από αυτό (ήταν πάνω από τις δυνατότητες του ντε Σαντ), αλλά για να υπερβεί τους περιορισμούς του. Φυλακισμένος για περίπου είκοσι-πέντε χρόνια από τη ζωή του, ο ντε Σαντ είχε δύο έμμονες ιδέες στην φυλακή: την άσκηση στο ύπαιθρο και τη συγγραφή, πράγματα που οι κατά καιρούς φύλακές του, κυβερνήτες και ιερείς, του έδιναν ή του αφαιρούσαν σαν να ήταν η κουδουνίστρα ενός μωρού. Η ανάγκη και επιθυμία για άσκηση στο ύπαιθρο είναι κατανοητά (αν και ο ντε Σαντ πάντα συνέδεε τη στέρηση αυτή με ένα συμβολικό θέμα, την παχυσαρκία).
Η στέρηση του δικαιώματος της συγγραφής, προφανώς, όπως μπορούν να αντιληφθούν όλοι, ισούται με τη λογοκρισία των βιβλίων. Αυτό που έχει σημασία όμως εδώ είναι ότι η συγγραφή απαγορεύεται στη φυσική της μορφή. Στον ντε Σαντ απαγορεύτηκε «να χρησιμοποιεί μολύβι, μελάνι, πέννα και χαρτί». Αυτά που απαγορεύονται είναι τα χέρια, οι μύες, το αίμα. Ο ευνουχισμός είναι προκαθορισμένος, το βιβλικό σπέρμα δεν ρέει πλέον. Η κράτηση μετατρέπεται σε επίσχεση. Χωρίς σωματική άσκηση, χωρίς πέννα, ο ντε Σαντ γίνεται ένα φουσκωμένο ασκί. Γίνεται ευνούχος.


Roland Barthes, "Life of Sade" (1971), translated by Richard Miller. Originally Published in Sade Fourier Loyola, New York: Farrar, Straus and Giroux, 1976.

Πηγή: supervert.com
Μετάφραση: dora_salonica

Δεν υπάρχουν σχόλια: