13/7/16

Αυτές είναι οι 80 λέξεις για την "πόρνη"


Καμιά άλλη δουλειά δεν έχει τόσους πολλούς  χαρακτηρισμούς, όσο αυτή της πόρνης... Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Το αρχαιότερο επάγγελμα ανά τους αιώνες ανέπτυξε μια σχέση μίσους και κρυφής λατρείας με την κοινωνία.


Στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, «Το μπουρδέλο», υπάρχουν πάμπολλες λέξεις, που είτε είναι αρχαιοελληνικές, είτε της νέας ελληνικής, είτε δανεισμένες από την τουρκική, τη γαλλική, την ιταλική και την ισπανική και αναφέρονται σε αυτό το επάγγελμα.

Λέξεις που δείχνουν και την εικόνα που έχει η κοινωνία μας για τις πόρνες, καθώς εκτός από πολύ λίγες που ακούγονται συμπαθητικές, ή ελάχιστες που είναι ουδέτερες, οι περισσότερες έχουν υβριστική σημασία.

Διαβάστε λοιπόν όλα τα συνώνυμα της λέξης πόρνης, όπως τα έχει καταγράψει ο συγγραφέας (η εξήγηση των λέξεων δεν έχει να κάνει με τον Πετρόπουλο)

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1980 από τις εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ.

Γράφει λοιπόν ο εξαίρετος λαογράφος:

«Η αρχαιοελληνική λέξη πόρνη, λένε πως προήλθε από το ρήμα πέρνημι.

Στους πρόσφατους αιώνες ή πόρνη τιμήθηκε με μια σειρά από συνώνυμα.

Στο λήμμα παλιογυναίκα τού Πέτρου Βλαστού (Συνώνυμα και συγγενικά,

1931), μεταξύ άλλων, βρίσκω και τις λέξεις:




Παλιογύναικο: Η άθλια, βρώμικη γυναίκα

Παστρικιά - Καλοπλυμένη: Επειδή λόγω της εργασίας της πλενόταν τακτικά

Πατσαβούρα: Επειδή η πατσαβούρα, το πανί που σκουπίζουμε τις βρωμιές, θεωρείται βρώμικη, όπως το επάγγελμα της πόρνης

Λουλούδα: Κατά μία εκδοχή, επρόκειτο για γυναικείο όνομα. Ισως λοιπόν να ήταν μία ξακουστή πόρνη και να έμεινε ο χαρακτηρισμός

Νυχτολουλούδα: Η Λουλούδα (όνομα) που δουλεύει τη νύχτα

Νυχτοπόρτισα: Αυτή που ξεπορτίζει μόλις σκοτεινιάσει




Κοόρβα (κούρβα): Στα ρώσικα η πουτάνα η τσούλα

Διαβολογητεύτρα: Προφανώς επειδή με την ομορφιά και τα κόλπα της, μπορούσε να ηρεμήσει ακόμα και τον διάβολο

Παπαδοξηλώτρα: Ηταν η πόρνη κάποιας ηλικίας, όμορφη, που έκρυβε από τη γειτονιά το επάγγελμά της και για να μην δώσει δικαιώματα και φρόντιζε να την βλέπουν όλοι να πηγαίνει στην εκκλησία (το τελευταίο είναι λίγο αυθαίρετο).

Σκρόφα: Η λέξη σημαίνει κυριολεκτικά το θηλυκό γουρούνι. Χρησιμοποιείται και για τη γυναίκα που είναι πόρνη στη ψυχή.

Παλιοσκρόφα: Η σκρόφα σε... υπερθετικό βαθμό

Σκύλα: Οπως γράφει ο Πετρόπουλος, οι λέξεις σκρόφα, σκύλα, κότα (μαζί με άλλες ανάλογες λέξεις ή εκφράσεις) δημιουργούν μια ζωομορφική βάση για την ομορφιά και τη σεξουαλική χρήση της γυναίκας.

Πουτάνα: Οπως γράφει ο Πετρόπουλος, η λέξη αυτή (γνωστή, ήδη, από τα μεσαιωνικά χρόνια) προήλθε από την βενετσιάνικη και τριεστίνικη λέξη Putana και, γενικότερα από το ιταλικό puttana. Ο Ανδριώτης ανάγει την λέξη πουτάνα στο ιταλικό puttana < λατινικό putta (= κοριτσάκι). Ωστόσο, οι ιταλοί γλωσσολόγοι δεν δείχνουν τόση βεβαιότητα για την ετυμολογία της λέξεως puttana

Καραπουτάνα: Πιο πόρνη από όλες τις πόρνες

Καραπουτανάρα: Πιο πόρνη από όλες τις πόρνες




Πουτανοθήλυκο: Αυθαίρετα, η όμορφη πόρνη νεαράς ηλικίας

Πολιτική: Η γυναίκα που πηγαίνει με τους πολίτες.

Κουρτεζάνα: Μάλλον πρόκειται για σλάβικη λέξη που σημαίνει κοκότα.

Παξιμάδα - Παξιμαδώ - Παξιμαδοκλέφτρα: Η φτωχή πόρνη του δρόμου, που έκανε πιάτσα κοντά σε καφενεία και όταν έβρισκε πελάτη, πριν πάνε στο δωμάτιο, έπαιρναν μαζί καφέ και παξιμάδι.

Ρουφιάνα: Προφανώς προέρχεται από το ρουφάω και χαρακτήριζαν έτσι την πόρνη, η οποία ήταν αποδεκτό να κάνει στοματικό σεξ.

Αλανιάρα: Η περπατημένη πόρνη του δρόμου

Φακλάνα: Η χονδρή πόρνη




Σπιτωμένη: Η κρυφή πόρνη που ζει με τον αγαπητικό της.

Ξεβγαλμένη: Προφανώς είναι η πόρνη που ο αγαπητικός την έχει βγάλει εδώ και πολλά χρόνια στο κλαρί.

Γελασμένη - Πλανεμένη: Ισως η πόρνη, στην οποία ο αγαπητικός πούλησε έρωτα και στη συνέχεια την έβγαλε στο κλαρί.

Παραστρατισμένη: Επειδή κάθε πόρνη θεωρείται ότι παίρνει τον κακό δρόμο, σε αντίθεση με τις ενάρετες κυρίες.

Ντροπιασμένη: Επειδή το επάγγελμα της πόρνης θεωρείται ντροπή.

Ακουσμένη: Ισως επειδή ύστερα από λίγο καιρό ακουγόταν στη γειτονιά ότι η κυρία του σπιτιού δεχόταν πελάτες.

Ατιμασμένη: Επειδή το επάγγελμα της πόρνης είναι ατιμωτικό. Εχει την έννοια της διαπόμπευσης.




Κωλοπετσωμένη – Ξεκωλωμένη - Ξεπατωμένη: Προφανώς αναφέρεται στην πόρνη που δέχεται την παρά φύσιν ασέλγεια...

Ξεπεσμένη: Η πόρνη που κάποτε ήταν διάσημη, όμως, συνήθως λόγω ηλικίας, δεν την προτιμούν οι πελάτες.

Λάουρα: Κατά μία εκδοχή, επρόκειτο για γυναικείο όνομα. Ισως λοιπόν να ήταν μία ξακουστή πόρνη και να έμεινε ο χαρακτηρισμός.

«Ανετως», σημειώνει ο Πετρόπουλος, «θα μπορούσα να προσθέσω τις λέξεις και εκφράσεις»:

Δημόσια - Κοινή: Επειδή προσφέρει τις υπηρεσίες της δημοσίως.

Γυναίκα τού χαμαιτυπείου: Η πόρνη που δουλεύει στα φθηνά μπορντέλα.

  


Κοκότα - Ζιγκολέτ: Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά και υποδηλώνει την πόρνη.

Δηλωμένη: Η πόρνη που έβγαζε άδεια ιερόδουλης και έκανε εξετάσεις δύο φορές την εβδομάδα.

Αδήλωτη – Κρυφή – Σπιτικιά: Η κρυφή πόρνη που δουλεύει χωρίς να το ξέρει κανείς στο σπίτι της.

Πεταλούδα τής νύχτας: Η πόρνη του δρόμου, η καλντεριμιτζού, η οποία φοράει πολύχρωμα ρούχα και στολίδια και τη νύχτα πηγαίνει κάτω από τα φώτα του δρόμου (Οι πεταλούδες, τα έντομα, έλκονται από το φως).

Ελευθεριάζουσα - Ελευθέρων ηθών: Επειδή η πόρνη δεν έχει ηθικούς φραγμούς, καθώς προσφέρει το κορμί της στον οιονδήποτε, με οποιοδήποτε τρόπο.

Επιλήψιμου διαγωγής: Επειδή η πόρνη δεν έχει διαγωγή κοσμιωτάτη.




Γυναίκα τού ημικόσμου: Δεν υπάρχουν αναφορές για τη σύνδεση με τη λέξη πόρνη

Σουρλουλού: Η πόρνη η ευχάριστη, η ναζιάρα.

Αρτίστα: Επειδή όσες δουλεύανε στα καμπαρέ, δήλωναν στη σπιτονοικοκυρά τους και στη γειτονιά ότι ήταν καλλιτέχνες σε κέντρα (κυρίως χορεύτριες ή τραγουδίστριες).

Κουβεντιασμένη: Ισως επειδή την πόρνη, την κουβέντιαζαν στη γειτονιά.

Παρδαλή: Επειδή η πόρνη είναι ζωηρή και μέσα σε όλα.

Παλιοκόριτσο: Λέγεται για τη νεαρή πόρνη επειδή κάνει ένα βρώμικο επάγγελμα.




Ημιπαρθένος – Μισοπαρθένα: Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν την πόρνη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

Μιξοπαρθένος: Συνήθως αναφερόμαστε στη γυναίκα που΄μεγάλωσε και είναι ακόμη παρθένα. Αγνωστο πως συνδέθηκε με την πόρνη.

Μαντονέτα – Μαντετούτα - Μαντινούδα: Με τη λέξη αυτή περισσότερο χαρακτηρίζουμε την γκόμενα, παρά την πόρνη. Οπως σημειώνει ο Πετρόπουλος, ο Κονδυλάκης κάνει μια αναφορά, γράφοντας σε έργο του, «Ο άνδρας μου και η μαντιτούτα του».

Τσούλα: Προέρχεται από το ισπανικό chulas, όπως έλεγαν τις πόρνες στα λιμάνια.

Κουφάλα - κόφα: Η λέξη σίγουρα παραπέμπει στο κοφίνι, το μεγάλο ψάθινο καλάθι.

Καλντεριμιτζού - Γυναίκα τού δρόμου – Καλντερίμω - Κάνει πεζοδρόμιο: Είναι προφανές ότι οι λέξεις παραπέμπουν στην πόρνη που κάνει πιάτσα στον δρόμο.


  
Χαμούρα: Ισως να σημαίνει την άσχημη πόρνη.

Κικαρού: Αγνωστη η προέλευσή της, ίσως τη λέξη έφεραν ναυτικοί από μακρινά λιμάνια.

Πομπεμένη: Η πόρνη που έχει διαπομπευθεί.

Γεβεντισμένη: Προέρχεται από το γεβεντίζω που σημαίνει διαπομπεύω, προσβάλλω, διαλαλώ, διακηρύσσω και αναφέρεται στην πόρνη που έχει διαπομπευθεί.

Καχπές - Καρά καχπές: Είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει την πόρνη.

Καλτάκα: Είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει την πρόστυχη γυναίκα.

Καράκαλτάκα: Η πολύ πρόστυχη γυναίκα.




Καριόλα, Κυρία Καριολίδου: Προφανώς έχει σχέση με την καριόλα, το κρεβάτι.

Ρουσπού: Εχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει την πρόστυχη γυναίκα.

Καράρουσπού: Η πρόστυχη γυναίκα στον υπερθετικό βαθμό.

Αδερφή τού ελέους: Δεν ξέρουμε πως προήλθε, αλλά στις μέρες μας χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον άνδρα ομοφυλόφιλο. Πάντως οι «Αδελφές του ελέους» είναι μοναστικό τάγμα καθολικών μοναχών οι οποίες ασκούν φιλανθρωπικό έργο και ιδρύθηκε το 1831.

Είναι μια τού δρόμου - Είναι τής περιπατητικής σχολής: Αναφέρεται στην καλντεριμιτζού.




Τροτέζα: Γαλλική λέξη που σημαίνει την πόρνη του δρόμου.

Εταίρα: Αρχαία ελληνική λέξη για τις πόρνες.

Θαΐς – Λαΐς - Φρύνη: Ηταν αρχαίες εταίρες

Οργανον ηδονής - Σκεύος ηδονής: Επειδή με το επάγγελμα που ασκεί προσφέρει την ηδονή.

Αμαρτωλή: Οπως σημειώνει ο Πετρόπουλος, «Στον χαρακτηρισμό αμαρτωλή διακρίνω κάποιαν εκλησσιαστικήν επίδραση».

Ψυχικάρα: Η πόρνη η οποία έχει καλή ψυχή και κάνει χάρες σε ότι αφορά το επάγγελμά της (όπως μια καλή έκπτωση).




Παλλακίς - Παλλακή: Αρχαία ελληνική λέξη με την οποία χαρακτήριζαν τη γυναίκα που ζούσε με ένα έγγαμο άνδρα, χωρίς, όμως, να είναι ο νόμιμος σύζυγός της.

Μετρέσα: Είναι γαλλική λέξη και σημαίνει την ερωμένη.

Μορόζα: Κερκυραϊκή λέξη, που προέρχεται από το ιταλικό amore και σημαίνει την ερωμένη.

Την έχει καπατμά: Η λέξη καπατμά είναι τούρκικη και σημαίνει κλείσιμο, τερματισμός. Αγνωστο πως συνδέεται με την πόρνη.

Είναι τού γλυκού νερού: Δεν υπάρχουν αναφορές για τη σύνδεση της φράσης με την πόρνη, αν και φαίνεται να έχει ειρωνική διάθεση ο χαρακτηρισμός.





Είναι απ αυτές: Υποδηλώνει τις δακτυλοδειχτούμενες, με την κακή έννοια βεβαίως.

Είναι κακής διαγωγής: Οπως είπαμε οι πόρνες δεν μπορούν να έχουν διαγωγή κοσμιωτάτη.

Κουνίστρα: Επειδή η γυναίκα που κούναγε τα οπίσθιά της, είχε κακή φήμη, ταυτίστηκε με την πόρνη.

Μισότριβη: Οπως γράφει ο Πετρόπουλος, χωρίς όμως να εξηγεί πως συνδέεται με την πόρνη,«η λέξη μισότριβη είχε, παλιότερα, μιαν άλλη σημασία. Φορούσε [...] μια μισότριβη γραβάτα γράφει ο μακαρίτης Τάξης Δόξας, στο Μια χούφτα καλάμια (1957)


Της αρέσουν τα ξινά: Για κάποιους είναι η πόρνη που ειδικεύεται στο πρωκτικό σεξ, για κάποιους άλλους η γυναίκα που δεν έχει ηθικούς φραγμούς.



Δεν υπάρχουν σχόλια: