17/12/13

Ζητείται πορσελάνινος κούκλος...

ΠΙΝΕΙΝ, ΠΑΙΖΕΙΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΦΡΟΝΕΙΝ

Κι αν ο κόσμος μας είναι ένας παιχνιδότοπος όπου κυριαρχούν οι υπερφλύαρες μαριονέτες;
Κι αν οι σχέσεις εξουσίας και υποταγής, θυμίζουν κουκλοθέατρο;
Κι αν η ζωή μας είναι βασισμένη στο ψέμα;
Κι αν....Κι αν...


Το ρομαντικό και σκληρό παραμύθι μου μπορείς να το διαβάσεις και ως αλληγορία, ίσως και να μπορούσες να το προσαρμόσεις στην δική σου ζωή.

 "Ζητείται πορσελάνινος κούκλος"

… Έτσι διάβασα σε μια πεταμένη εφημερίδα, στο πάρκο, εκεί όπου κοιμάμαι τα βράδια και πήρα αμέσως τηλέφωνο.

­ - Είστε πορσελάνινος; Με ρώτησε μια ωραία, κοριτσίστικη φωνή.
­ - Ναι. Στο κεφάλι, στα χέρια και στα πέλματα. Κατά τα άλλα είμαι ρούχινος, παραγεμισμένος με κουρέλια.
­- Μου κάνετε! Όμως, σε ποια Κυρία ανήκατε προηγουμένως; Χρειάζονται συστάσεις.
­ - Σε καμία δεν ανήκα, ομολόγησα με ντροπή. Ξέρετε, μισούσα τα παιδιά, ανέκαθεν. Είμαι αυτοδίδακτος κι ελεύθερος.
­- Τότε, τι να σας κάνω; Θέλω έναν κούκλο χρησιμοποιημένο, να φαίνεται ταπεινός και να είναι ύπουλος.
­- Μα είμαι πολύ ταπεινός. Και θα είμαι καλός σ' ό,τι μου ζητήσετε. Πάρτε με, σας παρακαλώ!
­ - Ω, καλά εντάξει, θα σας δοκιμάσω. Ελάτε.

Ήταν ένα βράδυ λαμπερό. Μόλις μπήκα στο σπίτι της Κυρίας, έμεινα κατάπληκτος. Παντού κούκλοι, κούκλοι πλαστικοί, μεταλλικοί, πήλινοι, από κάθε είδους υλικό, εκτός από πορσελάνη. Άλλοι γιγάντιοι κι άλλοι μικροσκοπικοί. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Μεθοκοπούσαν, έπαιζαν χαρτιά και οργίαζαν. Η Κυρία ήταν πολύ αρχοντική, όμορφη και φυσικά μου άρεσε πολύ. Φορούσε έναν σκούφο και φαινόταν πολύ λευκή μέσα στο μισοσκόταδο.


­- Μα τι με θέλετε; ρώτησα απελπισμένος. Εσείς έχετε τόσους ωραίους κούκλους! Εγώ είμαι ένα τίποτα μπροστά τους.

­ - Πάμε στον κήπο μη μας ακούσουν, ψιθύρισε. Αυτοί οι κούκλοι λειτουργούν σαν να είναι Αφέντες μου και νοιώθω πως μ' έχουν σκλάβα. Ζητώ έναν πορσελάνινο κούκλο, για να τους πολεμήσει. Όταν θα τους νικήσεις, με δόλο βεβαίως, διότι είναι πολύ δυνατοί, θα είμαι ελεύθερη και θα πάμε μαζί διακοπές.
Δεν είχα πάει ποτέ διακοπές.
­- Εντάξει, είπα, θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά, πώς, εσείς, μια Κυρία...
Μα πριν συνεχίσω, ανοίγει ξάφνου η πόρτα και βγαίνει στον κήπο ένας κούκλος τρομερός, άγριος, τετράπηχος, πανέμορφος, με μαλαματένια ρούχα και στον ώμο ένα διπλό πελέκι από φτελιά κι ορείχαλκο.
­- Ποιος διάολος είσαι εσύ; μου λέει με φωνή τόσο βροντερή, που πήγαν και ήρθανε τα ψηλά δέντρα και οι γύρω μάντρες. Εγώ, κατουρήθηκα από τον τρόμο μου και κρύφτηκα πίσω από την Κυρία.
­- Ωωωωω μην ανησυχείς! Είναι ένας μικρός και ασήμαντος κούκλος, που τον έφερα για να κάνει φασίνα και να φτιάχνει και καμιά ομελέτα για όλους, είπε εκείνη καθησυχαστικά.
­- Πολύ φλούφλης μου φαίνεται, μ' αυτή την πορσελάνινη μουρίτσα, κάγχασε ο δρακόκουκλος. Και πώς σε λένε, ρε φλώρε;
­ - Περσέα, τραύλισα τρέμοντας. Κι εσάς Άρχοντά μου, αν επιτρέπεται;
­ - Είμαι ο Κούκλος των Εξιδανικεύσεων, μούγκρισε εκείνος με φωνή αποχαλινωμένης καμπάνας. Το κεφάλι μου είναι από άψητη λάσπη, το απομέσα μου είναι από κόκαλα ανθρώπων, ψημένα και καρβουνιασμένα. Εγώ είμαι ο Βασιλιάς των Κούκλων.
Και ξάφνου, σκύβει προς το μέρος μου και συνεχίζει με φωνή αλλαγμένη, ψιλούτσικη κι απαλή σαν την άμμο μιας κλεψύδρας:
- Εγώ προσωπικώς, δεν αντέχω τις εξιδανικεύσεις και τις λοιπές σαχλαμάρες. Θα σε φάω βέβαια, αλλά, πριν, μην ανησυχείς, θα περάσουνε καλά οι δικοί μας.
Πήρα θάρρος και φώναξα:
­ - Αρχίζω να σας εμπιστεύομαι, Κύριε! Δεν έχω πολλή πείρα, έτσι νέος που είμαι ακόμα, όμως πιστεύω πως είστε ειλικρινής. Θέλω να γνωρίσω τ' αδέλφια σας.
Χαχάνισε, χοντρόφωνα τώρα.
­ - Αδέλφια μου αυτές οι αδελφές; Τέλος πάντων, πάμε μέσα.

Τι κούκλους γνώρισα τότε! Κάποιοι με γοήτευσαν και άλλους τους φοβήθηκα πολύ. Κούκλοι με πλαστικές νεοπλασίες, με σαφείς πόρους της μνήμης, με τούλια, με πελώρια καρότα από αχάτη, με καπνισμένους θύρσους. Μου συστήνονταν ένας ένας κι εγώ υποκλινόμουν. Αμέτρητοι.
Τρελάθηκα στις υποκλίσεις.
­ - Είμαι ο Κούκλος των Παρακινδυνευμένων Λέξεων.
­- Είμαι ο Κούκλος που Σκυλεύει την Εφηβεία.
­ - Εγώ λέγομαι Θάνατος των Αθώων.
­- Καλημέρα μικρέ, είμαι ο επιλεγόμενος Πορφυρό Κυπαρίσσι.
- Εμένα με λένε  Φιλόδοξο και Άπληστο
­ - Λέγομαι Τύψη και Γέλιο.
­- Λέγομαι Άνοιξη Κάτω από το Χώμα.

Κι άλλοι, κι άλλοι, με κόκκινα βρακιά, με σμαράγδια στο κούτελο, με ψεύτικα συναισθήματα ραμμένα πάνω τους σαν στρας, με σωλήνες απ' όπου έσταζε λειωμένο μέταλλο κι έκαιγε τα ωραία δάπεδα από ελιά και κεδρόξυλο. Τι να έκανα; Έμαθα να φτιάχνω ομελέτες, τις οποίες καταβρόχθιζαν μετά το ποδόσφαιρο, που έπαιζαν καθημερινά στη διπλανή αλάνα. Επίσης συγύριζα το σπίτι, άρπαζα και κανέναν μπάτσο, καμιά κλωτσιά, μερικοί ήσαν πολύ βίαιοι. 
Συνήθισα.

Η Κυρία μου έλεγε:

­- Μπράβο, καλά τα πας, τους ξεγέλασες με την ταπεινότητά σου, ξέρεις πόσους φάγανε ως τώρα; Όλοι οι προκάτοχοί σου έκαναν τους ήρωες. Μα εσύ είσαι αληθινά ύπουλος, δεν προσποιείσαι.
Εγώ έλεγα ναι, μα στην πραγματικότητα ούτε ήμουν ύπουλος, ούτε προσποιούμουν. Δεν ήξερα τι να κάνω, ήμουν φοβισμένος και γοητευμένος μαζί της κι έτσι περνούσε ο καιρός. Με μερικούς κούκλους είχα ευγενικές συζητήσεις. Ο κούκλος ο επονομαζόμενος Μαύρος Πόθος το Φθινόπωρο, μου έλεγε, ας πούμε:
­ - Μικρέ μου, δεν καταλαβαίνω τι είδους κούκλος είσαι. Συλλαμβάνω εντός σου κάτι ντούρο, εκτός από τα κουρέλια, ίσως μια βούληση ή μια λαιμαργία ανθρώπινη.
Και ο Κούκλος των Σκοτεινών Τόπων που Φωτίζονται από Πυγολαμπίδες Νεκρών Σωμάτων, μου έλεγε:
­- Ρε συ, εκτός από φασίνα κι ομελέτες, δεν ξέρεις να κάνεις τίποτ' άλλο;
­- Ξέρω να μελετάω με προσοχή τους ανθρώπους στον δρόμο.
­- Και τι συμπέρασμα βγάζεις;
­- Είναι όλοι πολύ όμορφοι. Όχι σαν τους κούκλους. Είμαι συνεχώς ερωτευμένος, τολμώ να ομολογήσω. Μόνο τα παιδιά τους μισώ.
­- Μα δεν βλέπεις πως είναι όλοι τους από αηδιαστικό, ματωμένο κρέας;
­- Αυτή η λεπτομέρεια με θέλγει ιδιαίτερα.
­ - Χο, χο, μα αυτή είναι μια απρέπεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν κουκλομετάλλαξη! Οι άνθρωποι είναι αθύρματα, μπορεί κανείς μόνο να παίξει μαζί τους.
­ - Είμαι ένας ελεύθερος κούκλος.
Πλησίαζε τότε ο κούκλος Τύρβη περί Πολλά, ο Ανθρωποβιομήχανος, ο Πάμπλουτος και Όλβιος κούκλος, που με μισούσε γιατί ήμουν φτωχός, αλήτης κι αναρχικό στοιχείο και μου σφύριζε,­ ήξερε μόνο να σφυρίζει σαν φίδι, δεν μίλαγε, σφύριζε λοιπόν:
­- Η ελευθερία σου προοικονομεί μόνο τα ψέματα, τα σφάλματα και τον πόνο. Άρα, είσαι ένας ψευδομάντης και μάλλον.... λίγο gay.
­ - Δεν σας καταλαβαίνω. Είμαι αγράμματος.
­- Ηλίθιε, δεν υπάρχει κούκλος που να γνωρίζει την έννοια "λάθος", πώς να στο πω αλλιώς;
Αλλά πιο πολύ αγαπούσα και πιο πολύ φοβόμουν εκείνον, τον τρομερό κι απρεπή Κούκλο των Εξιδανικεύσεων, που σατάνιζε ποικιλόχρωμα τις νύχτες μας και που προσπαθούσε, ματαίως, να μας μάθει αρχαία ελληνικά, γλώσσα που την κατείχε τέλεια. Μου έλεγε αυστηρά, πότε με φωνή βαριά, πότε με τσιριχτό κλαρινέτου:
­ - Κωλόπαιδο, έλα εδώ! Πες μου, τι σημαίνει "πίνειν, παίζειν και τα δίκαια φρονείν";
­- Κύριε, είμαι ένας ανώριμος πορσελάνινος κούκλος, πού να ξέρω τι σημαίνει δικαιοσύνη, εγώ που μεγάλωσα στα παγκάκια του πάρκου;
­- Δύστυχε! Ξέρεις το "πίνειν" και το "παίζειν", αλλά αγνοείς ή μάλλον παρατρέχεις το "δίκαια φρονείν"; Αλήθεια, λοιπόν, δεν είσαι παρά ένα μάτσο βρώμικα κουρέλια.
­- Αυτό είμαι, κύριε. Ευχαριστώ. Θέλετε μια ομελέτα;
­- Ο φόβος σου για τους κούκλους δεν είναι παρά φιληδονία και η αγάπη σου για τους ανθρώπους δεν είναι παρά φετιχισμός. Όμως, δεν μπορεί κανείς να έχει ως φετίχ την τροφή του... Θυμήσου....Έχουμε υποχρέωση να καταβροχθίζουμε τους ανθρώπους όταν είναι ασυμβίβαστοι τόσο όσο οι νέοι, μετά σκληραίνει το κρέας τους. Φτιάξε μου μια ομελέτα.

Έτσι περνούσε ο καιρός, όχι δυσάρεστα δηλαδή, ώσπου τέλος η Κυρία με κάλεσε και μου είπε:

­- Περσέα, επιτέλους πλησιάζει η ώρα να καταστρέψουμε τους κούκλους κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο κατά τη διάρκεια της μεγάλης γιορτής, της γιορτής των γιορτών, της κουκλοπανήγυρης, της μεγάλης λιτανείας.
­ - Δηλαδή;
­- Να, κάθε εκατό χρόνια γίνεται ένας χορός μεταμφιεσμένων. Ο καθένας από τους φριχτούς κι ασελγείς αυτούς κούκλους, φοράει το αληθινό του πρόσωπο, πάνω από το κουκλίσιο...
­- Αχ, συγχωρέστε με, δεν καταλαβαίνω.
­ - Εννοώ πως όλο αυτό το μπαρόκ γαϊτανάκι των κούκλων, δεν είναι παρά θέατρο, αισχυλικό, θα τολμούσα να πω. Κατά τη μεγάλη κουκλοπανήγυρη, ο κάθε κούκλος φοράει ως ψεύτικη προσωπίδα το αληθινό του πρόσωπο, πάνω από την προσωπίδα που φορούσε ως τότε, η οποία ήταν το αληθινό πρόσωπο μιας ψεύτικης προσωπίδας.
­ - Συγγνώμη, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
­ - Μπα, εσύ δεν είσαι πορσελάνη, αλλά τούβλο. Να, ας πούμε, ο κούκλος Τύρβη περί Πολλά, φοράει τη μάσκα "Πεθαίνω κάθε Μέρα". Ο κούκλος ο ονομαζόμενος Μαύρος Πόθος το Φθινόπωρο, φοράει τη μάσκα "Άγγελος". Ο τρομερός Κούκλος των Εξιδανικεύσεων φοράει τη μάσκα "Πίνειν, παίζειν και τα δίκαια φρονείν". Δεν καταλαβαίνεις; Καλά, δεν πειράζει, αρκεί να φτιάξεις ένα εγκληματικό σχέδιο, για να ξεκάνουμε τους κούκλους. Μετά σου υπόσχομαι πως θα πάμε μαζί διακοπές.
­ - Αλήθεια Κυρία; Ποτέ δεν έχω πάει διακοπές με μια Κυρία! Εντάξει, θα είμαι πολύ εγκληματικός και ύπουλος. Θα σκεφτώ κάτι!

Έκατσα, λοιπόν κι έστυψα το πορσελάνινο κεφάλι μου. Μελέτησα τα δεδομένα. Έστησα τις πλοκές και τους ιστούς. Καθόρισα επακριβώς τους μαιάνδρους κι εξήγησα καταλεπτώς το σχέδιό μου στην Κυρία, η οποία συμφώνησε ενθουσιασμένη. Ονομάσαμε το σχέδιο "Μέδουσα".

Κι έφτασε επιτέλους η μέρα της γιορτής, η μεγάλη κουκλοπανήγυρη. Τι μεγαλόπρεπη λιτανεία! Το τι φορούσαν όλοι τους δε λέγεται! Θυμούς από λάφυρα τάφων, θυμάρια ορεινά, ολόκληρα κεραμουργεία γραμμένων οστράκων, φθισικές επινεύσεις, φθόνους στο χρώμα του χαλκού του χρυσού και της πλατίνας. Όλοι οι κούκλοι επί σκηνής. Τότε, φώναξε η Κυρία:

­ - Αγαπητοί κούκλοι, κατά τις πανηγύρεις των προηγούμενων εκατονταετιών, ακούστηκαν παράπονα για τη διοργάνωση. Για φέτος, λοιπόν, έχω σχεδιάσει κάτι καινούργιο, να μη μου παραπονιέστε μετά ότι δεν διασκεδάσατε. Να τι θα κάνουμε, θα παίξουμε ένα έργο που έγραψα μόνη μου! Το φαντάζεστε; Αληθινό κουκλοθέατρο!


Αλάλαξαν οι κούκλοι:

­ - Κουκλοθέατρο! Τι υπέροχη ιδέα! Τόσων χιλιετιών κούκλοι και ποτέ δεν σκεφτήκαμε κάτι τέτοιο. Yupiiiiiiiiiii!
­ - Χαίρομαι που σας αρέσει. Εκπαίδευσα λοιπόν τον νεαρό ομελετοποιό μας, τον Περσέα. Ο καθένας σας θα είναι δεμένος με ένα νήμα, κι όλων των νημάτων τις άκρες θα τις κρατάει ο Περσέας. Κι αυτός θα σας κινεί. Εσείς δεν θα ξέρετε το σενάριο, όπως σας κινούν, έτσι θα παίζετε. Ιδού, λοιπόν, διασκεδάστε! Παίξετε την τραγωδία ή την κωμωδία μας! Ερωτευτείτε, μαλώστε, φάτε ο ένας τον άλλον! Αρχίζει το κουκλοθέατρο!

­- Υupiiiiiiiiii!

Ήσαν τρελοί από ενθουσιασμό. Τους λυπήθηκα, αλλά μόνο για λίγο. Άρχισα σιγά σιγά, με έρωτες και σερενάδες. Έπαιζαν σαν μεγάλοι Εγγλέζοι θεατρίνοι. Ακούγονταν ιαχές νίκης και τρυφεροί αναστεναγμοί. Κατόπιν, αργά, αδιόρατα, εγώ ο ταπεινός και ύπουλος αύξησα τις δόσεις, ενέτεινα τους ρυθμούς, λόξεψα τις τροχιές, παραμόρφωσα σταδιακά τους ρόλους. Τι πανικός τότε και τι λαγνεία!
Χόρευαν απελπισμένα can - can, δενόντουσαν, πηδιόντουσαν, δερνόντουσαν, ίδρωναν, ούρλιαζαν, τσίριζαν σαν πεταλούδες στη φλόγα. Πού να ξεφύγουν όμως! 'Επαιζαν ξετρελαμένοι τους ρόλους του μοχθηρού έργου μου, ρόλους που γίνονταν ολοένα και πιο αγκαθωτοί, πιο φθορίζοντες μες στο πάθος τους κι επιτέλους πιο θανατεροί. Κι ο θάνατος των κούκλων αλάλαξε τότε επί της σκηνής.

Αλαλιασμένοι τσάκιζαν ο ένας τον άλλον, κουρελιάζονταν τα ωραία ρούχα, έπεφταν οι σοβάδες της πελώριας αίθουσας από τις τσεκουριές κι από το κουκλοκανονίδι. Φώναζαν για έλεος κι αλληλοτρώγονταν, ούρλιαζαν: "Πάψτε το έργο" κι όμως έπαιζαν με όλο μεγαλύτερο πάθος, μουγκρίζοντας τους διαλόγους, τσιρίζοντας τις ατάκες, χορεύοντας με κλάματα, με λυγμούς, μα και με μεγάλη επιμέλεια τις ύπουλες χορογραφίες μου.

Ο κούκλος Τύψη και Γέλιο σκότωνε αργά με μικρές μαχαιριές τον κούκλο Τύρβη περί Πολλά χορεύοντας μαζί του rock'n'roll.
Ο κούκλος Μαύρος Πόθος το Φθινόπωρο, ντυμένος Ποσειδώνας, καταβρόχθιζε τον Κούκλο των Παρακινδυνευμένων Λέξεων που έπαιζε τον Πενθέα.
Μέθαγα από τις εξελίξεις, αυτοσχεδίαζα ξεχνώντας το σενάριο, ούτε ήξερα πια ποιανού σχοινάκι κουνάω. Έκλαιγα και γελούσα κι εγώ μαζί με τους παίχτες, καθώς από παντού ακούγονταν κραυγές κούκλων που σκότωναν και κούκλων που σκοτώνονταν.
Ο Αστερισμός κατά τον Αύγουστο, ερωτεύτηκε τον ωραίο κούκλο Σημασία της Σελήνης, αλλά σύμφωνα με το σενάριο, οι γονείς τους δεν τους άφησαν να παντρευτούν, οπότε εκείνοι ρούφηξαν μαζί ποντικοφάρμακο και πέθαναν αγκαλιασμένοι απαγγέλλοντας ρομαντικούς στίχους. Κι ο καθένας χωνόταν νεκρός στο σακούλι του νικητή του, όλο πιο πολλοί, ο ένας μετά τον άλλον, ώσπου έμεινε επί σκηνής μόνο ένα τεράστιο σακούλι που περιείχε όλους τους ψόφιους κούκλους. 

Τότε έπαψε πια το κουκλοθέατρο και φώναξα:
­ - Νικήσαμε, Κυρία! Τώρα μπορείτε να πάτε διακοπές κι ελπίζω, όπως μου υποσχεθήκατε, πως θα με πάρετε κι εμένα μαζί σας.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα γέλιο σαν αποχαλινωμένης καμπάνας, το τεράστιο σακούλι σείστηκε καθώς το σήκωνε κάποιος στον ώμο του, κι αυτός ο κάποιος φάνηκε τελικά από κάτω, ο τρομερός κούκλος, ο κούκλος των κούκλων, ο Κούκλος των Εξιδανικεύσεων.
­ - Επιτέλους, αγάπη μου, είπε στην Κυρία, μιλώντας πότε σαν κοντραμπάσο, πότε σαν τζιτζίκι, επιτέλους, πέτυχε το σχέδιό μας! Έλα να φάμε αυτόν τον ανόητο πορσελάνινο κούκλο και μετά να κάνουμε έρωτα και να γεννήσουμε πολλά παιδιά!

Και η Κυρία γύρισε σε μένα με περιφρονητικό και συνάμα λυπημένο ύφος, τον αγκάλιασε ανόρεχτα και μου είπε:

- Τα έκανες θάλασσα, αλλά σου χαρίζω τη ζωή! Φύγε τώρα. Φύγε σου λέω ανόητε. 
Κίνησα ζαβλακωμένος για την πόρτα, μα εκεί σταμάτησα.
­ - Ποια είσαι; ρώτησα.
Εκείνη έβγαλε για πρώτη φορά τον σκούφο και τα ξανθά και πλούσια μαλλιά της έπεσαν ως τις φτέρνες μακριά.
ΩΩΩΩΩ !!! Τι ομορφιά τι μαγεία ήταν αυτή που αντίκριζαν τα μάτια μου? Θεέ μου, γιατί ήμουν τόσο άχρηστος? Γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σωστό στην ζωή μου αυτή την μίζερη?
Άναυδος και μαγεμένος όπως ήμουν άκουγα καμπανιστή την γλυκιά φωνή της να μου λέει: 
­ Είμαι η Κοντέσα Σερηνιώ η Λάμπουσα, Αρχόντισσα του τόπου με τα μαστιχόδεντρα και των βουνών από άσπρο μάρμαρο, είπε και στα χείλη της σχηματίστηκε ένα πικρό χαμόγελο και διέκρινα την μεγάλη της θλίψη στα όμορφα μάτια της.

Γύρισα στο παγκάκι μου, στο πάρκο, λυπημένος και απογοητευμένος με εμένα,  που δεν κατάφερα να σώσω την Κυρία που ήθελα πολύ να με έχει σκλάβο της. Αυτή την Θεά … την Θεά μου που υπηρετούσα, αγαπούσα και λάτρευα. Έχασα το όνειρό μου… αυτό που περίμενα χρόνια και χρόνια. Αυτό που δεν πρόκειται να ξαναβρώ και να ζήσω ποτέ.



Φέρθηκα πάλι ηλίθια χαζά ανώριμα….Θέλω να πεθάνω! Αλλά όχι... προτιμώ να ζήσω για να με βασανίζουν οι σκέψεις για όλη μου την ζωή. Τι νόημα θα έχει ο θάνατος μου;  

Δυστυχώς γύρω μας πια, όλο και αυξάνονται τα παιδιά του Κούκλου των Εξιδανικεύσεων και όλα μοιάζουν στον πατέρα τους.

Τι εφιάλτης! Τι καταδίκη!



Dedicade to my Best Friend..Phoenixxx!!!
 
SM Art Lady aka Fetish Goddess Eva